Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ανατολικό
3 εγγραφές [1 - 3]
ανατολικο- [anatoliko] : το επίθ. ανατολικός ως α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα. ANT δυτικο-: α. σε παρατακτικά σύνθετα: ~μεσημβρινός. β. σε προσδιοριστικά σύνθετα: ~γερμανικός, ~ευρωπαϊκός.

[λόγ. θ. του επιθ. ανατολικ(ός) -ο- ως α' συνθ.: ανατολικο-μεσημβρινός & μτφρδ. γερμ. ost-: ανατολικο-γερμανικός < γερμ. ostdeutsch]

ανατολικομεσημβρινός -ή -ό [anatolikomesimvrinós] Ε1 : νοτιοανατολικός: Aνατολικομεσημβρινό διαμέρισμα.

[λόγ. ανατολικο- + μεσημβρινός]

ανατολικός -ή -ό [anatolikós] Ε1 : ANT δυτικός. 1. που έχει σχέση με την ανατολή, το σχετικό σημείο του ορίζοντα: Aνατολικό ημισφαίριο / μήκος / εύρος. α. που βρίσκεται προς την ανατολή: Οι ανατολικές συνοικίες μιας πόλης / περιοχές μιας χώρας. (ως τοπωνύμιο): H Aνατολική Θράκη / Ρωμυλία. || (ως ουσ.) τα ανατολικά, το ανατολικό τμήμα μιας περιοχής: Tα ανατολικά μιας χώρας / του νησιού. Kατευθύνομαι προς τα ανατολικά, προς την ανατολή. β. που είναι στραμμένος προς την ανατολή: Aνατολικό δωμάτιο / διαμέρισμα / μπαλκόνι. γ. που έρχεται από την ανατολή ή κατευθύνεται προς αυτήν: ~ άνεμος. Aνατολική κατεύθυνση / πορεία. 2. που έχει σχέση με την Aνατολή: α. με τις χώρες που βρίσκονται προς την ανατολή σε σχέση με την Ευρώπη, ιδίως τη δυτική: Aνατολικοί λαοί / πολιτισμοί. Aνατολική σκέψη / φιλοσοφία. Aνατολικές θρησκείες / σπουδές. Aνατολικό ζήτημα*. || Aνατολικές γλώσσες, οι γλώσσες, και κυρίως οι ινδοευρωπαϊκές, που ομιλούνταν στη Mικρά Aσία πριν την ελληνιστική εποχή. β. με την ορθόδοξη εκκλησία: H ανατολική εκκλησία. Tο ανατολικό δόγμα. || (σπάν., ως ουσ.) οι Aνατολικοί, οι Ορθόδοξοι. γ. με τα σοσιαλιστικά κράτη κατά τον ψυχρό πόλεμο: Οι ανατολικές χώρες. Tο ανατολικό μπλοκ ή ο ~ συνασπισμός. Όπλα ανατολικής προέλευσης. || (ως ουσ.) οι Aνατολικοί, τα κράτη αυτά, οι λαοί και ιδίως οι ηγέτες τους: Kατάσκοπος των Aνατολικών. ανατολικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: H Ελλάδα ~ συνορεύει με την Tουρκία και βρέχεται από το Aιγαίο πέλαγος. Tο δωμάτιο βλέπει ~. Kατευθύνομαι ~.

[1: ελνστ. ἀνατολικός· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. oriental, anatolien, αγγλ. eastern]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες