Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Aλλάχ ο [aláx] Ο (άκλ.) : ο Θεός των μουσουλμάνων. || (ειρ.) ο Θεός: Δόξα να ΄χει ο ~.
[μσν. Aλλάχ, Aλλά < αραβ. Allāh και μέσω του τουρκ. Allah]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. Aλλάχ, Aλλά < αραβ. Allāh και μέσω του τουρκ. Allah]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |