Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αλλάχ
1 εγγραφή
Aλλάχ ο [aláx] Ο (άκλ.) : ο Θεός των μουσουλμάνων. || (ειρ.) ο Θεός: Δόξα να ΄χει ο ~.

[μσν. Aλλάχ, Aλλά < αραβ. Allāh και μέσω του τουρκ. Allah]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες