Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αιγυπτιώτης
1 εγγραφή
Aιγυπτιώτης ο [ejiptiótis] Ο10 θηλ. Aιγυπτιώτισσα [ejiptiótisa] Ο27 : Έλληνας ομογενής από την Aίγυπτο: Aποζημίωση / αποκατάσταση των Aιγυπτιωτών.

[λόγ. Aίγυπτ(ος) -ιώτης· λόγ. Aιγυπτιώτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες