Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αθήνα
2 εγγραφές [1 - 2]
αθηναίικος -η -ο [aθinéikos] Ε5 : (οικ.) που προέρχεται, ανήκει ή αναφέρεται στην Aθήνα ή στους Aθηναίους· αθηναϊκός: Aθηναίικη συντροφιά. Aθηναίικο γούστο. Aθηναίικη γειτονιά.

[αρχ. Ἀθηναῖ(ος) -ικος]

αθηναϊκός -ή -ό [aθinaikós] Ε1 : που προέρχεται, ανήκει ή αναφέρεται στην Aθήνα ή στους Aθηναίους: ~ τύπος. Aθηναϊκές εφημερίδες. Aθηναϊκό φύλλο. Aθηναϊκή ζωή. Aθηναϊκό αρχοντικό / σπίτι. Aθηναϊκό μυθιστόρημα. Aθηναϊκά τραγούδια. Aθηναϊκή προφορά / γλώσσα. || (φιλολ.): H Aθηναϊκή Σχολή.

[λόγ. Aθηνα(ίος) -ικός (πρβ. ελνστ. ἀθηναϊκός `που ανήκει στην Aθηνά΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες