Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απροσωπόληπτος -η -ο [aprosopóliptos] Ε5 : που δεν προσωποληπτεί, που δε μεροληπτεί.
[λόγ. < ελνστ. ἀπροσωπόληπτος]
- απροσωποληψία η [aprosopolipsía] Ο25 : αμεροληψία. ANT προσωποληψία.
[λόγ. απροσωπόληπ(τος) -σία]
- απρόσωπος -η -ο [aprósopos] Ε5 : 1α.που δεν έχει το χαρακτήρα του ιδιαίτερου και του πρωτότυπου, που είναι όμοιο με πολλά άλλα: Οι θάλαμοι των νοσοκομείων είναι ψυχροί και απρόσωποι. Πόλεις απρόσωπες, χωρίς προσωπικότητα. Tο απρόσωπο περιβάλλον του ορφανοτροφείου. β. που δεν αφορά ένα συγκεκριμένο πρόσωπο: H κριτική του / η καταγγελία του ήταν εντελώς απρόσωπη. γ. (φιλοσ.) που δεν υφίσταται ως πρόσωπο. ANT προσωπικόςII3: Ο θεός των πανθεϊστών είναι ~. 2. (γραμμ.) ANT προσωπικόςII2: Aπρόσωπες εγκλίσεις, που δεν έχουν ξεχωριστούς τύπους για τα διάφορα πρόσωπα κάθε αριθμού (το απαρέμφατο και η μετοχή). Aπρόσωπα ρήματα, που δεν έχουν υποκείμενο ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα και που συνηθίζονται στο γ' πρόσωπο. Aπρόσωπη σύνταξη, με απρόσωπο ρήμα (στα αρχαία ελληνικά και με απρόσωπη έγκλιση). Aπρόσωπες εκφράσεις.
απρόσωπα ΕΠIΡΡ: Mιλώ εντελώς ~, χωρίς να αναφέρομαι σε ορισμένο πρόσωπο. ANT προσωπικά. [λόγ.: 1α, β: ελνστ. ἀπρόσωπος, αρχ. σημ.: `χωρίς όμορφο πρόσωπο΄· 1γ, 2: σημδ. γαλλ. impersonnel]