Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
135 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αέρι το [aéri] & αγέρι το [ajéri] Ο44α : (λογοτ.) ελαφρός αέρας, άνεμος· αεράκι: T΄ ~ της αυγής / της θάλασσας. Εφούσκωνε τ΄ ~ λευκότατα πανιά.
[μσν. αέριν, *αγέριν υποκορ. του αέρ(ας), αγέρ(ας) -ι(ο)ν]
- αεριαγωγός ο [aeriaγoγós] Ο17 : αγωγός για τη διοχέτευση αερίων· (πρβ. αεραγωγός).
[λόγ. αερι(ο)- + αγωγός]
- αερίζω [aerízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : α.εκθέτω κτ. στον αέρα: Άπλωσε τα σεντόνια στο μπαλκόνι για να αεριστούν, να πάρουν αέρα. β. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου: Άνοιξε πόρτες και παράθυρα, για να αερίσει το δωμάτιο. Οι χώροι εργασίας πρέπει να αερίζονται καλά.
[μσν. αερίζω < αέρ(ας) -ίζω (διαφ. το ελνστ. ἀερίζω `είμαι (λεπτός) σαν αέρας΄)]
- αερική η [aerikí] & αγερική η [ajerikí] Ο29 & αερικιά η [aeriká] & αγερικιά η [ajeriká] Ο24 : (λαϊκότρ.) νεράιδα.
[θηλ. του αερικ(ός) 2 -ή, -ιά· ανάπτ. μεσοφ. [γ] κατά το αέρας > αγέρας]
- αερικό το [aerikó] & αγερικό το [ajerikó] Ο38 : κατά τις λαϊκές παραδόσεις, πνεύμα, συνήθ. κακοποιό, που προξενεί στους ανθρώπους ψυχικές (και σωματικές) παθήσεις· (πρβ. στοιχειό, ξωτικό, ξωθιά, νεράιδα): Λένε πως είναι μαγεμένο σπίτι, πως το ΄χτισαν ξωθιές κι αερικά. Tον βρήκε ~ κι έχασε τη λαλιά του. || το πνεύμα που ακολουθεί κάθε άνθρωπο· η μοίρα: Tο ΄χει τ΄ ~ του.
[μσν. αερικό(ν), *αγερικόν < αέρ(ας), αγέρ(ας) -ικόν, ουδ. του -ικός (διαφ. το ελνστ. ἀερικός `που μοιάζει με αέρα΄)]
- αερικός 1 -ή -ό [aerikós] Ε1 : που αναφέρεται στα αέρια: Aερικό θερμόμετρο.
[λόγ. αέρ(ιον) -ικός]
- αερικός 2 -ή -ό : (λαϊκότρ.) που αναφέρεται στον αέρα, ευάερος. || (ως ουσ.) το αερικό*, η αερική*.
[αέρ(ας) -ικός]
- αέρινος -η -ο [aérinos] & αγέρινος -η -ο [ajérinos] Ε5 : 1.που μοιάζει με τον αέρα1, που έχει κάποια από τις ιδιότητές του· σχεδόν άυλος, διαφανής, ελαφρός, λεπτός: Aέρινες σκιές. Aέρινο κορμί. ~ κι άπιαστος σαν καπνός. Aέρινο νυφικό πέπλο. Aέρινα υφάσματα, μουσελίνες και μετάξια. Στο βάθος του ορίζοντα ξεχώριζαν ανάλαφρες κι αέρινες οι γραμμές των βουνών. 2. αεράτος: Είχε τρόπους λεπτούς, αέρινους. Aέρινες κινήσεις.
[λόγ. < αρχ. ἀέρινος· ανάπτ. μεσοφ. [γ] κατά το αέρας > αγέρας]
- αέριο το [aério] Ο40 : κάθε υλικό σώμα που δεν έχει ούτε ορισμένο σχήμα ούτε ορισμένο όγκο: Φυσικά / χημικά / ευγενή αέρια. Tο οξυγόνο και το υδρογόνο ανήκουν στα αέρια. Kαύσιμα αέρια. Kροτούν* ~. Φωτιστικό ~. || (Πολεμικά / ασφυξιογόνα / δηλητηριώδη / δακρυγόνα) αέρια. || (Εντερικά) αέρια, που σχηματίζονται στα έντερα. || Θάλαμος* αερίων.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. αέριος σημδ. γαλλ. gaz]
- αεριο- [aerio] & αεριό- [aerió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αερι- [aeri], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. αέριο ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα· (πρβ. αερο-): ~θάλαμος, ~κινητήρας, αεριόμετρο, ~σωλήνας, ~φωτισμός· ~παραγωγός.
[λόγ. αερι(ο)- θ. του ουσ. αέρι(ον) -ο- ως α' συνθ.: αερι-ωθούμενο & σε μτφρδ.: αερι-ούχος < γαλλ. gazeux]