Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Α*
8.233 εγγραφές [8161 - 8170]
αχτίδα η [axtíδa] Ο26 : I.(λογοτ.) ακτίνα: Οι αχτίδες του ήλιου. Mια ~ ελπίδας. II. περιφερειακή οργάνωση του κομμουνιστικού κόμματος: Επιτροπή / γραφεία / συνεδρίαση της αχτίδας.

[μσν. *αχτίδα (στη σημ. I) < ακτίδα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ακτ(ίνα) μεταπλ. -ίδα]

αχτιδικός -ή -ό [axtiδikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αχτίδαII: Aχτιδική επιτροπή.

[λόγ. αχτίδ(α)II -ικός]

αχτιδωτός -ή -ό [axtiδotós] Ε1 : (λαϊκότρ.) ακτινωτός.

[αχτίδ(α)I -ωτός]

αχτίνα η [axtína] Ο26 : (λογοτ., λαϊκότρ.) ακτίνα.

[ελνστ. ἀκτῖνα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < αρχ. ἀκτίς, αιτ. -ῖνα]

αχτινοβόλημα το [axtinovólima] Ο49 : (λογοτ.) ακτινοβόλημα.

[λόγ. < ακτινοβόλημα, προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

αχτινοβόλος -α -ο [axtinovólos] Ε4 : (λογοτ.) ακτινοβόλος.

[λόγ. < ακτινοβόλος, προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

αχτινωτός -ή -ό [axtinotós] Ε1 : (λογοτ.) ακτινωτός.

[λόγ. < ακτινωτός, προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

άχτιστος -η -ο [áxtistos] Ε5 : που δεν τον έχουν χτίσει, που δεν είναι χτισμένος: Άχτιστο σπίτι.

[ελνστ. ἄκτιστος (μαρτυρείται στη σημ.: `αδημιούργητος΄) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

αχτύπητος -η -ο [axtípitos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν χτυπήσει, που δεν είναι χτυπημένος: Aχτύπητο αυγό / χταπόδι. || Δεν άφησε πόρτα αχτύπητη. || Aχτύπητο κείμενο, σε γραφομηχανή ή σε τυπογραφείο. 2. (προφ.) που δεν μπορεί κανείς να τον συναγωνιστεί, ασυναγώνιστος: ~ αθλητής. Aχτύπητο ρεκόρ. Είναι ~ στο σκάκι.

[μσν. ακτύπητος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < α- 1 κτυπη- (κτυπώ) -τος]

αχύλωτος -η -ο [axílotos] Ε5 : που δεν έχει χυλώσει, που δεν είναι χυλωμένος: Aχύλωτη φασολάδα.

[ελνστ. ἀχύλωτος]

< Προηγούμενο   1... 815 816 [817] 818 819 ...824   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες