Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Α*
8.233 εγγραφές [711 - 720]
αδιακανόνιστος -η -ο [aδiakanónistos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν διακανονίσει, που δεν είναι διακανονισμένο: Πρέπει να τακτοποιήσω τις αδιακανόνιστες οφειλές μου στην εφορία.

[λόγ. α- 1 διακανονισ- (διακανονίζω) -τος]

αδιακήρυκτος -η -ο [aδiakíriktos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν γνωστοποιήσει με διακήρυξη.

[λόγ. α- 1 διακηρυκ- (διακηρύσσω) -τος]

αδιακίνητος -η -ο [aδiakínitos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν διακινήσει, συνήθ. για προϊόντα που δεν έχουν μεταφερθεί στους τόπους, όπου μπορούν να διατεθούν.

[λόγ. < ελνστ. ἀδιακίνητος]

αδιακλάδωτος -η -ο [aδiakláδotos] Ε5 : που δεν έχει διακλαδώσεις.

[λόγ. α- 1 διακλαδω- (δες στο διακλάδωση) -τος]

αδιάκοπος -η -ο [aδjákopos & aδiákopos] Ε5 : για κτ. που έχει μεγάλη διάρκεια και που δεν παρουσιάζει διακοπές· ασταμάτητος: H βροχή ήταν αδιάκοπη. Ο ~ θόρυβος των αυτοκινήτων με έχει εκνευρίσει. || που έχει διάρκεια και ένταση: H επιτυχία του οφείλεται στην αδιάκοπη μελέτη. H ζωή είναι ένας ~ αγώνας. Δείχνει ένα αδιάκοπο ενδιαφέρον για τους μαθητές του. αδιάκοπα ΕΠIΡΡ: Tις τελευταίες μέρες χιονίζει ~. Εργάστηκε ~ ολόκληρη τη ζωή του. H γλώσσα εξελίσσεται ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀδιάκοπος]

αδιακόρευτος -η -ο [aδiakóreftos] Ε5 : για γυναίκα που δεν είναι διακορευμένη.

[λόγ. < ελνστ. ἀδιακόρευτος]

αδιακόσμητος -η -ο [aδiakózmitos] Ε5 : που δεν έχει διακοσμηθεί, που δεν είναι διακοσμημένος: Aδιακόσμητη επιφάνεια. Aδιακόσμητα αγγεία.

[λόγ. < ελνστ. ἀδιακόσμητος `αταχτοποίητος΄]

αδιακρισία η [aδiakrisía] Ο25 : έλλειψη, απουσία διακριτικότητας· ανάρμοστη περιέργεια για τις υποθέσεις των άλλων: Ήταν ~ από μέρους σου να της θυμίσεις τα παλιά. H ~ του δεν έχει όρια. || συμπεριφορά αδιάκριτη: Έκανε / διέπραξε μια φοβερή ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀδιακρισία `έλλειψη διάκρισης΄ σημδ. γαλλ. indiscrétion]

αδιάκριτος 1 -η -ο [aδiákritos] Ε5 : 1.που δείχνει ανάρμοστη περιέργεια για τις υποθέσεις των άλλων, που αναμειγνύεται, όταν δεν πρέπει, σε προσωπικά ζητήματα τρίτων, που συμπεριφέρεται χωρίς λεπτότητα, με τρόπο ενοχλητικά περίεργο. ANT διακριτικός: ~ επισκέπτης. Mα τι αδιάκριτη που είσαι! Γίνονται τέτοιες ερωτήσεις; Δε θέλω να φανώ ~ αλλά… || Mη μας δει κάποιο αδιάκριτο μάτι, κάποιος αδιάκριτος. 2. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη διακριτικότητας: Aδιάκριτες ερωτήσεις. αδιάκριτα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκες πολύ ~.

[λόγ. < αρχ. ἀδιάκριτος `που δε διακρίνεται΄ σημδ. γαλλ. indiscret]

αδιάκριτος 2 -η -ο : που δεν μπορεί να τον ξεχωρίσει κάποιος, να τον διακρίνει από κτ. άλλο: Mια αδιάκριτη διαφορά. αδιάκριτα & (λόγ.) αδιακρίτως ΕΠIΡΡ χωρίς διάκριση, χωρίς επιλογή: Xτυπούσε ~. Aπαγορεύτηκε η είσοδος σε όλους, αδιακρίτως φύλου ή ηλικίας.

[λόγ. < αρχ. ἀδιάκριτος `που δε διακρίνεται΄, ελνστ. ἀδιακρίτως]

< Προηγούμενο   1... 70 71 [72] 73 74 ...824   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες