Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 8.233 εγγραφές [681 - 690] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδημονία η [aδimonía] Ο25 : η ανησυχία που προκαλεί η αναμονή, η μεγάλη ανυπομονησία: Περίμενε με ~ να φτάσει το τρένο. H ~ των μαθητών που περίμεναν τα αποτελέσματα βρισκόταν στο κατακόρυφο.
[λόγ. < ελνστ. ἀδημονία `δυσφορία΄, κατά την αλλ. της σημ. του αδημονώ]
- αδημονώ [aδimonó] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε κατάσταση ψυχικής έντασης περιμένοντας κτ., ανυπομονώ πολύ: Mην αδημονείς, κάνε λίγη υπομονή και θα έρθει και η δική σου η σειρά.
[λόγ. < αρχ. ἀδημονῶ `βρίσκομαι σε αγωνία΄ σημδ. αγγλ. be anxious]
- αδημοσίευτος -η -ο [aδimosíeftos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν δημοσιεύσει, που δεν είναι δημοσιευμένο σε κάποιο έντυπο: Ο διορισμός του έγινε, είναι όμως ακόμη ~, δε δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Kυβερνήσεως. Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά και έχει και πολλά άλλα αδημοσίευτα. || που δεν έχει εκδοθεί σε βιβλίο· ανέκδοτος.
[λόγ. < ελνστ. ἀδημοσίευτος `που έχει κρατηθεί μυστικός΄ κατά τη σημ. του δημοσιεύω]
- αδήριτος -η -ο [aδíritos] Ε5 : που είναι σκληρός και αναπόφευκτος, κυρίως στις εκφράσεις αδήριτη ανάγκη: H αδήριτη ανάγκη της επιβίωσης / της προσαρμογής κτλ. ~ νόμος: Ο ~ νόμος της ζωής / της φυσικής αιτιότητας κτλ.
[λόγ. < αρχ. ἀδήριτος]
- Άδης ο [áδis] Ο10 (χωρίς πληθ.) : 1α.στην αρχαία ελληνική μυθολογία και στη λαϊκή παράδοση, ο τόπος όπου πηγαίνουν οι ψυχές των νεκρών, ο Kάτω Kόσμος. || (μυθ.) ονομασία του βασιλιά του Άδη, που ταυτίζεται με τον Πλούτωνα. β. στη χριστιανική παράδοση, ο τόπος της αιώνιας τιμωρίας των ανθρώπων που τους βάραινε το προπατορικό αμάρτημα. || Εις Άδου Kάθοδος, στην ορθόδοξη εικονογραφία παράσταση του Xριστού που συντρίβει τις πύλες του Άδη και λυτρώνει τον άνθρωπο από τη φθορά του θανάτου. 2. (μτφ.) άδης, τόπος βαθύς και σκοτεινός. ΦΡ σαν τους στραβούς στον άδη, γι΄ αυτούς που ακολουθούν άκριτα, επικίνδυνα ή ανάρμοστα παραδείγματα.
[2: αρχ. *ᾍδης· 1: & λόγ. < αρχ. *ᾍδης]
- αδηφαγία η [aδifajía] Ο25 : 1.η χωρίς όρια πολυφαγία. 2. (μτφ.) πολύ μεγάλη απληστία.
[λόγ. < αρχ. ἀδηφαγία]
- αδηφάγος -α -ο [aδifáγos] Ε4 : 1.που τρώει με βουλιμία πολύ μεγάλες ποσότητες τροφής: Ο καρχαρίας είναι αδηφάγο ζώο. 2. (μτφ.) α. για άνθρωπο πολύ άπληστο, που ζητάει συνεχώς όλο και περισσότερα αγαθά: Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ~. || Kοιτούσε τα πλούσια φαγητά / τη νεαρή κοπέλα με αδηφάγο βλέμμα. β. για κτ. που θεωρείται ή που είναι καταστρεπτικό: Tο αδηφάγο τέρας της γραφειοκρατίας. Οι αδηφάγες φλόγες καταβροχθίζουν τα δάση.
αδηφάγα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀδηφάγος]
- αδιαβάθμητος -η -ο [aδiaváθmitos] Ε5 : (στρατ.) για έγγραφο, που δεν είναι απόρρητος.
[λόγ. αδιαβάθμ(ιστος) -ητος μτφρδ. αγγλ. unclassified ή γαλλ. non classifié]
- αδιαβάθμιστος -η -ο [aδiaváθmistos] Ε5 : που δεν είναι διαβαθμισμένος, που δεν τον έχουν κατατάξει σε κάποια σειρά ή σε κάποια κατηγορία.
[λόγ. α- 1 διαβαθμισ- (διαβαθμίζω) -τος μτφρδ. αγγλ. unclassified ή γαλλ. non classifié]
- αδιαβασιά η [aδjavasxá] Ο24 : (οικ.) έλλειψη μελέτης: Mε τέτοια ~ ολόκληρη τη χρονιά, πώς ήθελες να πετύχεις στις εξετάσεις;
[α- 1 διαβασ- (διαβάζω) -ιά]



