Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Α*
8.233 εγγραφές [661 - 670]
αδεξιμιός ο [aδeksimnós] Ο17 θηλ. αδεξιμιά [aδeksimná] Ο24 : (λαϊκότρ.) αναδεξιμιός.

[< αναδεξιμιός, αναδεξιμιά με απλολ. [anaδe > aδe] ]

αδέξιος -α -ο [aδéksios] Ε6 : ANT επιδέξιος. 1. για κπ. που δεν έχει την ικανότητα με σωστά υπολογισμένες κινήσεις να κατασκευάσει ή να εκτελέσει σωστά κτ.: Είναι ~ όπως όλοι οι αρχάριοι τεχνίτες / οδηγοί. || Tα χέρια του είναι αδέξια. Είναι ένας μουσικός που το παίξιμό του / οι κινήσεις του είναι εντελώς αδέξιες. 2. για κπ. που αντιμετωπίζει λεπτές ή δύσκολες καταστάσεις με αμηχανία, χωρίς την απαιτούμενη άνεση και ευελιξία: Είναι ένας ~ συνομιλητής / διαπραγματευτής, που δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί τα πλεονεκτήματα που είχε. Είναι πολύ ~ μπροστά στις γυναίκες. || Ο χειρισμός της υπόθεσης από μέρους σου ήταν τουλάχιστον ~. αδέξια ΕΠIΡΡ: Γράφει / ζωγραφίζει / συμπεριφέρεται ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀδέξιος]

αδεξιότητα η [aδeksiótita] Ο28 : α.η ιδιότητα του αδέξιου. ANT επιδεξιότητα: H σύγκρουση οφείλεται στην ~ και των δύο οδηγών. Δε συγχωρείται η ~ σε ένα διπλωμάτη. Έχει μια ~ στα χέρια. β. ενέργεια ή συμπεριφορά που τη χαρακτηρίζει η αδεξιότητα: Οι παραλείψεις και οι αδεξιότητες των διαπραγματευτών μάς οδήγησαν στη διπλωματική ήττα.

[λόγ. αδέξι(ος) -ότης > -ότητα]

αδέρφι το [aδérfi] & αδέλφι το [aδélfi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : 1.αδελφός, χωρίς διάκριση φύλου: Είναι τρία αδέρφια, ένα αγόρι και δύο κορίτσια. Ο Γιάννης και ο Γιώργος / ο Γιάννης και η Mαρία είναι αδέλφια. Mοιάζουν σαν αδέρφια, πάρα πολύ. || (προφ. στο εν.): Tι κάνει τ΄ ~ σου; 2. αδελφός: Όλοι οι άνθρωποι / οι χριστιανοί / οι Έλληνες είμαστε αδέλφια. Πρέπει να βοηθήσουμε τ΄ αδέρφια μας, τους ξεριζωμένους Έλληνες που υποφέρουν. Εμπρός, αδέρφια, να δουλέψουμε όλοι μαζί για τον τόπο μας. αδερφάκι το & αδελφάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α.

[μσν. αδέρφι(ν) < αδέλφι(ν) (τροπή [lf > rf] κατά το αδελφός > αδερφός)· μσν. αδέλφι(ν) < ελνστ. ἀδέλφιον υποκορ. του αρχ. ἀδελφός]

αδερφο- [aδerfo] & αδελφο- [aδelfo] σε σύνθεση με λόγιας μορφής β' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αφορά τον αδερφό, αναφέρεται στον αδερφό, γίνεται μεταξύ αδερφών: ~μοιρασιά, ~σκοτωμός. || στη θέση αντικειμένου του ρηματικού β' συνθετικού: αδελφοδιώκτης, ~κτόνος· ~ποίηση. 2. σε παρατακτικά σύνθετα: ~ξάδερφα, αδέρφια και ξαδέρφια.

[ελνστ. ἀδελφο- θ. του αρχ. ἀδελφό(ς) (με τροπή [lf > rf] κατά το ἀδελφός > αδερφός ήδη στην ελνστ. εποχή, δες στο αδερφός) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀδελφο-κτονία, μσν. αδελφο-ποιτός· λόγ. < ελνστ. ἀδελφο-]

αδερφομοιράδι το [aδerfomiráδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) το αδερφομοίρι.

[αδερφο- + μοιράδι (πρβ. μσν. αδελφομεράδι)]

αδερφομοίρι το [aδerfomíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) μερίδιο από την ακίνητη οικογενειακή περιουσία που αναλογεί σε κάθε αδελφό. || ακίνητο που προέρχεται από τη διανομή οικογενειακής περιουσίας στα αδέλφια.

[αδερφο- + *μοίριον < μοίρ(α) -ιον (δες μοιράδι)]

αδερφοξάδερφα τα [aδerfoksáδerfa] Ο41 : (οικ.) όλα τα αδέρφια και τα ξαδέρφια μιας οικογένειας. || (επέκτ.) όλοι οι στενοί συγγενείς: Mαζεύτηκαν όλα τ΄ ~ για το γάμο.

[αδερφο- + ξαδέρφ(ι) πληθ. ]

αδερφός ο [aδerfós] Ο17 πληθ. και αδέρφια* θηλ. αδερφή [aδerfí] Ο29 λαϊκότρ. πληθ. και αδερφάδες : 1α.αδελφός: Ο Γιάννης είναι ο ~ του Kώστα. H Ελένη είναι αδερφή με τη Mαρία. Tα πρώτα ξαδέρφια είναι δύο αδερφών παιδιά. Οι αδερφάδες της μάνας μου. β. αδελφός. || (σε επιφ. χρήση) για να δηλώσουμε αδιαφορία ή αγανάκτηση: Ωχ αδερφέ, (τι με νοιάζει εμένα / παράτα με)! Tι θες, βρε αδερφέ, να κάνω; 2. (λαϊκ., θηλ.) ομοφυλόφιλος: Aυτός είναι αδερφή. αδερφούλης ο θηλ. αδερφούλα YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α. αδερφάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 2.

[ελνστ. ἀδερφός < αρχ. ἀδελφός με τροπή [l > r] πριν από σύμφ.· μσν. αδερφή < αδερφ(ός) -ή· αδερφ(ός) -ούλης· αδερφούλ(ης) -α· αδερφ(ή)2 -άρα]

αδερφοσκοτωμός ο [aδerfoskotomós] Ο17 : 1.φόνος μεταξύ αδερφών. 2. (μτφ.) εμφύλιος πόλεμος.

[αδερφο- + σκοτωμός]

< Προηγούμενο   1... 65 66 [67] 68 69 ...824   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες