Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 8.233 εγγραφές [651 - 660] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άδενδρος -η -ο [áδenδros] & άδεντρος -η -ο [áδendros] Ε5 : για έκταση που δεν έχει δέντρα, που είναι γυμνή από δέντρα: ~ και άξενος τόπος. Οι πλαγιές του βουνού ήταν άδεντρες.
[-ντρ-: ελνστ. ἄδενδρος (προφ. [nd], δες Δ)· -νδρ-: λόγ. επίδρ.]
- αδενεκτομή η [aδenektomí] Ο29 : (ιατρ.) χειρουργική αφαίρεση αδένα.
[λόγ. αδεν(ο)- + -εκτομή μτφρδ. γαλλ. adénoidectomie (adénoid- < ελνστ. ἀδενοειδής)]
- αδενικός -ή -ό [aδenikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με αδένα ή που ανήκει σε αυτόν: ~ ιστός. Aδενικά κύτταρα. 2. (παρωχ.) που πάσχει από αδενοπάθεια: Aδενικά παιδιά. Είναι ~.
[λόγ. αδεν- (δες αδένας) -ικός μτφρδ. γαλλ. grandulaire]
- αδενίτιδα η [aδenítíδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων: Tραχηλική / φυματιώδης ~. || αδενοπάθεια.
[λόγ. < γαλλ. adénite < αρχ. ἀδεν- (ἀδήν δες στο αδένας) -ite = -ίτις > -ίτιδα]
- αδενο- [aδeno] & αδενό- [aδenó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αδεν- [aδen], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (κυρίως ανατ., ιατρ.) δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αφορά τους αδένες, εντοπίζεται ή παρατηρείται σ΄ αυτούς: αδενεκτομή, αδενόγραμμα, ~καρκίνωμα, ~πάθεια.
[λόγ. < ελνστ. ἀδεν(ο)- < ἀδεν- θ. του αρχ. ουσ. ἀδήν -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. ἀδενο-ειδής & διεθ. aden(o)- < ελνστ. ἀδεν(ο)-: αδεν-ίτιδα, αδενο-πάθεια < γαλλ. adénite, adénopathie]
- αδενοειδεκτομή η [aδenoiδektomí] Ο29 : (ιατρ.) χειρουργική αφαίρεση των αδενοειδών εκβλαστήσεων.
[λόγ. < γαλλ. adénoidectomie < adénoid- < ελνστ. ἀδενοειδ(ής) + -ectomie = -εκτομή]
- αδενοειδής -ής -ές [aδenoiδís] Ε10 : α.που μοιάζει με αδένα. β. (ιατρ.) αδενοειδείς εκβλαστήσεις, υπερτροφία των λεμφαδένων της ρινοφαρυγγικής κοιλότητας· εκβλαστήσεις, κρεατάκια.
[λόγ.: α: ελνστ. ἀδενοειδής· β: σημδ. γαλλ. végétations adénoides (πρβ. ελνστ. ἀδενώδη φύματα)]
- αδενοπάθεια η [aδenopáθia] Ο27 : (ιατρ.) γενική ονομασία διάφορων παθήσεων των αδένων της τραχείας και των πνευμόνων.
[λόγ. < γαλλ. adé nopathie < adéno- = αδενο- + -pathie = -πάθεια]
- αδενοπαθής -ής -ές [aδenopaθís] Ε10 : που πάσχει από αδενοπάθεια.
[λόγ. αδενο(πάθεια) -παθής (αναδρ. σχημ.)]
- αδένωμα το [aδénoma] Ο49 : (ιατρ.) καλοήθης όγκος του επιθηλιακού ιστού.
[λόγ. < γαλλ. adénome < αρχ. ἀδεν- (δες αδένας) + -ome = -ωμα]



