Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 8.233 εγγραφές [6551 - 6560] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρόδο [aróδo] επίρρ. : (ναυτ.) όρος που σημαίνει σύντομη παραμονή πλοίου έξω από το λιμάνι ή από το αγκυροβόλιο: Tο πλοίο έμεινε / άραξε ~, στα ανοιχτά.
[βεν. *arodo(;) (πρβ. παλ. ιταλ. arroto `επιπλέον΄)]
- αροκάρια η [arokária] Ο27α : είδος καλλωπιστικού φυτού.
[λόγ. < γαλλ. araucaria με τον. κατά το επίθημα -ια 2]
- άρον άρον [áron áron] επίρρ. : για ενέργεια που γίνεται βιαστικά, γρήγορα, ακούσια ή και βίαια: Tον έδιωξαν / τον έβγαλαν έξω / τον σήκωσαν ~. Φάγαμε ~ και φύγαμε.
[φρ. της Κ.Δ. pρον pρον προστ. του αρχ. αἴρω `παίρνω, απομακρύνω΄]
- άροση η [árosi] Ο33 : (λόγ.) το όργωμα.
[λόγ. < ελνστ. ἄρο(σις) -ση, αρχ. σημ.: `καλλιεργήσιμη γη΄]
- αρόσιμος -η -ο [arósimos] Ε5 : (λόγ.) (για έδαφος) που είναι κατάλληλος για όργωμα, για καλλιέργεια.
[λόγ. < αρχ. ἀρόσιμος]
- άροτρο το [árotro] Ο42 : το αλέτρι: Mηχανικό / μηχανοκίνητο ~.
[λόγ. < αρχ. ἄροτρον]
- αρουραίος ο [aruréos] Ο18 : 1.τρωκτικό θηλαστικό ζώο που συγγενεύει με τον ποντικό και που ζει στους αγρούς: Οι αρουραίοι καταστρέφουν τη σοδειά των γεωργών. 2. (μτφ.) άνθρωπος πονηρός και τιποτένιος.
[λόγ. < αρχ. ἀρουραῖος]
- άρπα η [árpa] Ο25 : (αρχαίο και σύγχρονο) έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με τα δάχτυλα και των δύο χεριών.
[λόγ. < ιταλ. arpa (από τα παλ. γερμ.)]
- άρπα κόλλα [árpa kóla] επιρρ. έκφρ. : 1.στα γρήγορα, στο άψε σβήσε. 2. βιαστικά και πρόχειρα, κακότεχνα, τσαπατσούλικα: Έκανε τη δουλειά (στο) ~.
[προστ. των ρ. αρπάζω, κολλάω]
- άρπαγας ο [árpaγas] Ο5 : αυτός που αρπάζει κτ. με ενέργειες που τις χαρακτηρίζει η βία ή / και η απληστία.
[λόγ. < αρχ. ἅρπαξ, αιτ. -αγα (πρβ. μσν. άρπαγας)]



