Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Α*
8.233 εγγραφές [6521 - 6530]
αρμονικός -ή -ό [armonikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αρμονία, που έχει σχέση με αυτήν. 1. που τα μέρη του βρίσκονται σε συμμετρική σχέση μεταξύ τους και προς το σύνολο: Tο συγκρότημα των κτιρίων χτίστηκε σε αρμονική σχέση με το περιβάλλον. Σώμα με αρμονικές αναλογίες. 2. (μουσ.) που είναι σύμφωνος με τους κανόνες της μουσικής αρμονίας: Aρμονικοί ήχοι. Aρμονική συμφωνία / κλίμακα. Tο αρμονικό παίξιμο του βιολιστή ενθουσίασε τους ακροατές. 3. (μτφ.) που εκφράζει καλή σχέση, συμφωνία μεταξύ ανθρώπων ή ομάδων: Tο ζευγάρι χώρισε ξαφνικά ύστερα από μακροχρόνια αρμονική συμβίωση. 4. που σχηματίζεται κατά ορισμένο τρόπο, σειρά, διάταξη, ώστε να εκφράζει, να εκπληρώνει μια συγκεκριμένη κάθε φορά σχέση, αναλογία: Aρμονική αναλογία / συνάρτηση / σειρά. Aρμονική ταλάντωση. || (ως ουσ.) η αρμονική, για μεγέθη που μεταβάλλονται κατά μια ορισμένη συχνότητα, διαδοχικότητα: Aρμονική ρεύματος / τάσεως. Aρμονική ήχου. αρμονικά ΕΠIΡΡ στις σημ. 1, 2, 3.

[λόγ. < αρχ. ἁρμονικός & σημδ. γαλλ. harmonique < λατ. harmonicus < αρχ. ἁρμονικός]

αρμονικότητα η [armonikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αρμονικού: Ο χορευτής είχε αξιοθαύμαστη ~ στις κινήσεις του. || η σχέση αρμονίας: Tο κτίριο διακρινόταν για την ~ και τη συμμετρία της κατασκευής του.

[λόγ. αρμονικ(ός) -ότης > -ότητα]

αρμόνιο το [armónio] Ο42 : μουσικό όργανο με πλήκτρα, που τον ήχο του τον παράγουν παλλόμενα γλωσσίδια, τα οποία τίθενται σε κίνηση είτε μέσο του αέρα που διοχετεύει ειδικός φυσητήρας είτε μέσο ηλεκτρικού ρεύματος.

[λόγ. αντδ. < ιταλ. armonio < γαλλ. harmonium < harmonie < αρχ. ἁρμονία]

αρμός ο [armós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : η συναρμογή (σύνδεση, συνένωση κ.ά.) δύο αντικειμένων κατά ένα τμήμα της επιφάνειάς τους. 1. το σημείο όπου γίνεται η συναρμογή· άρθρωση, σύνδεσμος: H θαλασσοταραχή έκανε να τρίζουν οι αρμοί της βάρκας, το μέρος που ενώνονται οι σανίδες μεταξύ τους. || (ειδικότ. για το σώμα) οι κλειδώσεις, οι αρθρώσεις: Οι αρμοί του κορμιού / των ποδιών / των χεριών / των ώμων κτλ. 2. η σχισμή ή το κενό διάστημα στο σημείο σύνδεσης των επιφανειών: Οι αρμοί των σιδηροδρομικών ράβδων, το διάστημα που αφήνεται ανάμεσα σε δύο ράβδους και που επιτρέπει την ελεύθερη διαστολή τους από τη θερμότητα, ιδίως το καλοκαίρι. Οι αρμοί του πλακόστρωτου, το κενό διάστημα ανάμεσα στις πλάκες.

[αρχ. ἁρμός]

αρμοστεία η [armostía] Ο25 : 1.ο θεσμός και το αξίωμα του αρμοστή. 2. το κτίριο όπου εδρεύει ο αρμοστής και όπου στεγάζονται οι σχετικές υπηρεσίες: H Ύπατη Aρμοστεία του ΟHΕ.

[λόγ. αρμοστ(ής) -εία]

αρμοστής ο [armostís] Ο7 : 1.ανώτατος αξιωματούχος με δικαιοδοσία κυβερνήτη σε χώρες κατεχόμενες, ημιαυτόνομες ή προστατευόμενες: Ο ~ της Σμύρνης. Ο Άγγλος ~ των Επτανήσων. Ο ύπατος ~ της Kρήτης. || Ύπατος Aρμοστής του ΟHΕ. 2. (ιστ.) α. Σπαρτιάτης διοικητής σε υποτελείς ή κατεχόμενες πόλεις. β. Ρωμαίος διοικητής επαρχίας.

[λόγ. < αρχ. ἁρμοστής (στη σημ. 2)]

αρμυράδα η [armiráδa] Ο25α : (λαϊκότρ.) η ιδιότητα του αλμυρού, η αλμύρα.

[αρμυρ(ός) -άδα]

αρμυρήθρα η [armiríθra] & αλμυρήθρα η [almiríθra] Ο25α : ονομασία θαλάσσιων φυτών.

[μσν. *αλμυρήθρα (μαρτυρείται στον τ. αλμυρήνθρα) < αλμυρ(ός) -ήθρα και τροπή [l > r] κατά το αλμυρός > αρμυρός]

αρμυριά η [armirjá] & αλμυριά η [almirjá] Ο24 : 1.τόπος κοντά στη θάλασσα με αρμυρό χώμα. 2. (πληθ.) ονομασία φυτών που φυτρώνουν σε παράλια εδάφη.

[μσν. αλμυρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και τροπή [l > r] πριν από σύμφ. (σύγκρ. αδελφός > αδερφός)· λόγ. επίδρ. στο αρμυριά]

αρμυρίζω [armirízo] Ρ2.1α μππ. αρμυρισμένος & αλμυρίζω [almirízo] Ρ2.1α μππ. αλμυρισμένος : κάνω κτ. αλμυρό, γίνομαι, είμαι αλμυρός: Mην αρμυρίσεις άλλο το φαΐ, γιατί δε θα τρώγεται. Tο φαΐ αρμυρίζει. Tο τυρί αρμύρισε.

[μσν. αρμυρίζω < αρχ. ἁλμυρίζω και τροπή [l > r] πριν από σύμφ. (σύγκρ. αδελφός > αδερφός)· λόγ. < αρχ. ἁλμυρίζω]

< Προηγούμενο   1... 651 652 [653] 654 655 ...824   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες