Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 8.233 εγγραφές [6511 - 6520] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρμογή η [armojí] Ο29 : σύνδεση, ένωση δύο πραγμάτων, επιφανειών, μερών κτλ. || (επέκτ.) το σημείο όπου γίνεται η σύνδεση· αρμός: Φούσκωσαν τα σανίδια και τρίζουν στις αρμογές.
[ελνστ. ἁρμογή]
- αρμόδιος -α -ο [armóδios] Ε6 : (για πρόσ. ή υπηρεσία) που είναι κατάλληλος, που είναι ικανός ή επιφορτισμένος να γνωμοδοτεί, να κρίνει, να αποφασίζει ή να ενεργεί για ζητήματα σχετικά με τα καθήκοντα ή με την ειδικότητά του. ANT αναρμόδιος: H υπόθεση παραπέμπεται στα αρμόδια δικαστήρια. Οι αρμόδιες υπηρεσίες ασχολήθηκαν με τα τοπικά προβλήματα. Για να εξυπηρετηθείς πρέπει να απευθυνθείς στον αρμόδιο υπάλληλο. || (ως ουσ.) ο αρμόδιος: Για τα αιτήματα των κατοίκων της περιοχής οι αρμόδιοι δεν έδειξαν απολύτως κανένα ενδιαφέρον. Kάλεσαν τους αρμοδίους για να εκτιμήσουν τις ζημιές από το χαλάζι. (λόγ. έκφρ.) ο καθ'ύλην* ~.
αρμοδίως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἁρμόδιος `που συνταιριάζει, ταιριαστός΄· λόγ. < ελνστ. ἁρμοδίως]
- αρμοδιότητα η [armoδiótita] Ο28 : η ιδιότητα του αρμοδίου. ANT αναρμοδιότητα. 1. δικαιοδοσία ή εξουσία που πηγάζει από δικαιώματα ή καθήκοντα: Ο υπουργός ενημερώθηκε σε θέματα της αρμοδιότητάς του. H ~ των δικαστηρίων στην επίλυση των διαφορών. || Tην ~ των ποινικών δικαστηρίων ρυθμίζει η ποινική δικονομία, καταλληλότητα. 2. η ειδικότητα που αποκτήθηκε από γνώση ή και από πείρα: Είναι αναμφισβήτητη η αρμοδιότητά του σε θέματα οικονομικού χαρακτήρα.
[λόγ. < μσν. αρμο διότης < αρμόδι(ος) -ότης > -ότητα]
- αρμόζω [armózo] Ρ2.1α μππ. αρμοσμένος στη σημ. 2 : 1.(συνήθ. στο γ' πρόσ.) είναι κατάλληλο, σύμφωνο, ταιριάζει: Δόθηκε η απάντηση που άρμοζε στην περίπτωση. Δε σου αρμόζουν αυτά τα λόγια. Δεν αρμόζει στη θέση σου να δείχνεις τέτοια συμπεριφορά. 2. προσαρμόζομαι, συνταιριάζομαι: Προσπάθησα να στήσω την ντουλάπα αλλά τα κομμάτια δεν αρμόζουν καλά. Mοντάρισα τη βιβλιοθήκη αλλά τα ράφια δεν αρμόζουν.
[λόγ. < αρχ. ἁρμόζω `συνταιριάζω΄]
- αρμόζων -ουσα -ον [armózon] Ε12 : (λόγ.) που αρμόζει, που ταιριάζει: Έδειξε τον αρμόζοντα σεβασμό. Πήρε την αρμόζουσα απάντηση, τη δέουσα.
[λόγ. < αρχ. ἁρμόζων μεε. του ἁρμόζω]
- αρμολόγημα το [armolójima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρμολογώ· αρμολόγηση, μοντάρισμα: ~ μηχανής / συσκευής / πλοίου.
[λόγ. αρμολογη- (αρμολογώ) -μα]
- αρμολόγηση η [armolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρμολογώ· σύνδεση, αρμολόγημα, συναρμολόγηση: Λύση και ~ του όπλου.
[λόγ. < μσν. αρμολόγησις < αρμολογη- (αρμολογώ) -σις > -ση]
- αρμολογώ [armoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : συναρμολογώ. || μοντάρω.
[λόγ. < ελνστ. ἁρμολογώ]
- αρμονία η [armonía] Ο25 : 1.η συμμετρική σχέση των μερών ενός συνόλου μεταξύ τους και προς το σύνολο: H ~ της φύσης / του σύμπαντος / του σώματος και της ψυχής. Ο Παρθενώνας αποτελεί υπόδειγμα αρμονίας και συμμετρίας στην κατασκευή. 2. (μουσ.) α. η συμφωνία στη διαδοχή δύο ή περισσότερων μουσικών φθόγγων, που προκαλεί ευχάριστο ακουστικό αίσθημα. ANT παραφωνία: Mουσική / ακουστική ~. β. κλάδος της μουσικής που ασχολείται με τις συγχορδίες: Kαθηγητής της αρμονίας. 3. (μτφ.) η καλή σχέση, η συμφωνία μεταξύ ανθρώπων ή ομάδων· ομόνοια: Στη σημερινή κοινωνία λείπει η ~ στις ανθρώπινες σχέσεις.
[λόγ. < αρχ. ἁρμονία]
- αρμόνικα η [armónika] Ο27α : πνευστό όργανο, η φυσαρμόνικα.
[αντδ. < ιταλ. armonica < αγγλ. harmonica (στη νέα σημ.) < λατ. harmonicus < αρχ. ἁρμονικός]



