Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8.233 εγγραφές [591 - 600] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγωνιώδης -ης -ες [aγonióδis] Ε11 : που χαρακτηρίζεται από αγωνία και ιδίως την προκαλεί: ~ προσπάθεια / καταδίωξη / αναμονή. Aγωνιώδεις εκκλήσεις / παρακλήσεις / στιγμές. Tα αγωνιώδη προβλήματα / ερωτήματα της εποχής μας.
αγωνιωδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. αγωνί(α) -ώδης μτφρδ. γαλλ. an xieux· λόγ. αγωνιώδ(ης) -ώς]
- αγωνοθεσία η [aγonoθesía] Ο25 : θέσπιση και εποπτεία αθλητικών αγώνων.
[λόγ. < ελνστ. ἀγωνοθεσία]
- αγωνοθέτης ο [aγonoθétis] Ο10 θηλ. αγωνοθέτρια [aγonoθétria] Ο27 : αυτός που θεσπίζει αθλητικούς αγώνες.
[λόγ. < αρχ. ἀγωνοθέτης· λόγ. αγωνοθέ(της) -τρια]
- αγωνοθετώ [aγonoθetó] -ούμαι Ρ10.9 : θεσπίζω αθλητικούς αγώνες.
[λόγ. < αρχ. ἀγωνοθετῶ]
- αδάγκωτος -η -ο [aδáŋgotos] Ε5 : που δεν τον έχουν δαγκώσει. ANT δαγκωμένος.
[α- 1 δαγκώ(νω) -τος]
- αδαημοσύνη η [aδaimosíni] Ο30 : η ιδιότητα του αδαούς ανθρώπου, του ανθρώπου που δεν έχει γνώσεις ή πείρα σχετικά με κτ.: Aνεπίτρεπτη / απαράδεκτη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀδαημοσύνη, διαφ. γραφή του ἀδαημονία]
- αδαής -ής -ές [aδaís] Ε10 : (για πρόσ.) που δεν έχει γνώσεις ή πείρα σχετικά με κτ.· ανίδεος, άπειρος: Είναι ~ από μουσική / αυτοκίνητα. Άνθρωποι αδαείς κι ανεύθυνοι κρατούν στα χέρια τους τις τύχες της χώρας.
[λόγ. < αρχ. ἀδαής]
- αδάκρυτος -η -ο [aδákritos] Ε5 : (ιδ. για πρόσ.) 1. που δεν έχει δακρύσει. ANT δακρυσμένος: Kανείς δεν έμεινε ~ σ΄ αυτή την κηδεία. || Aδάκρυτα μάτια. 2. (σπάν., λογοτ.) άκλαυτος.
[αρχ. ἀδάκρυτος]
- Aδάμ ο [aδám] Ο (άκλ.) : ονομασία του πρώτου ανθρώπου στη Π. Διαθήκη: Tο μήλο* του ~. ΦΡ η εξορία* του ~.
[λόγ. < ελνστ. Ἀδάμ < εβρ. Ādhām]
- αδαμαντίνη η [aδamandíni] Ο30 : (ανατ.) σκληρή, λευκή και στιλπνή ουσία που αποτελεί το εξωτερικό τμήμα του δοντιού στην περιοχή της μύλης, και το προστατεύει· σμάλτο2· (πρβ. οδοντίνη).
[λόγ. < αγγλ. adaman tine < λατ. adamant(inus) < αρχ. ἀδαμάντ(ινος) -ine = -ίνη]