Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 8.233 εγγραφές [561 - 570] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγύρτης ο [ajírtis] Ο10 θηλ. αγύρτισσα [ajírtisa] Ο27 : υβριστικός χαρακτηρισμός εκείνου που εξαπατά τους ανθρώπους με επίδειξη γνώσεων, ικανοτήτων, προσόντων κτλ., τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχει· (πρβ. απατεώνας, τσαρλατάνος): Ένας ~ και ψεύτης που παριστάνει το μεσσία.
[λόγ. < αρχ. ἀγύρτης· λόγ. αγύρτ(ης) -ισσα]
- αγύρτικος -η -ο [ajírtikos] Ε5 : που έχει σχέση με την αγυρτεία ή με τον αγύρτη: Aγύρτικες ενέργειες. || (λαογρ.): Aγύρτικα τραγούδια.
αγύρτικα ΕΠIΡΡ. [ελνστ. ἀγυρτ(ικός) -ικος]
- αγχέμαχος -η -ο [anxémaxos] Ε5 : (λόγ.) για όπλο που χρησιμοποιείται σε μάχη σώμα με σώμα. ANT εκηβόλος: Ρόπαλο, ξίφος, λόγχη κι άλλα αγχέμαχα όπλα.
[λόγ. < αρχ. ἀγχέμαχος]
- αγχίνοια η [anxínia] Ο27 : (λόγ. ) η οξύνοια. ANT βραδύνοια.
[λόγ. < αρχ. ἀγχίνοια]
- αγχίνους -ους -ουν [anxínus] Ε12ε : (λόγ.) οξύνους. ANT βραδύνους. || (ως ουσ.). || (ψυχ.): ~ μνήμη, η ικανότητα του ατόμου να συγκρατεί παραστάσεις συνδέοντάς τες με άλλες παλαιότερες, με τις οποίες βρίσκει ομοιότητες.
[λόγ. < αρχ. ἀγχίνους]
- αγχιστεία η [anxistía] Ο25 : (νομ.) συγγένεια / συγγενής εξ αγχιστείας, για κάθε συγγένεια που δημιουργείται με το γάμο· (πρβ. συγγένεια / συγγενής εξ αίματος).
[λόγ. < αρχ. ἀγχιστεία `στενή συγγένεια εξ αίματος΄ σημδ. λατ. affinitas]
- αγχο- [aŋxo] : (συνήθ. επιστ.) το ουσ. άγχος ως α' συνθετικό σε σύνθετες επιστημονικές λέξεις: ~γόνος, ~λυτικός.
[λόγ. θ. του ουσ. άγχ(ος) -ο-]
- άγχομαι [áŋxome] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : βρίσκομαι σε κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη δυσφορία, ανησυχία· αγχώνομαι.
[λόγ. άγχ(ος) -ομαι κατά το πνίγομαι]
- αγχόνη η [aŋxóni] Ο30 : κατασκευή (σκοινί με θηλιά κτλ.) με την οποία γίνεται ο απαγχονισμός: Στήνεται η ~. Ο μελλοθάνατος στάθηκε παλικαρίσια μπροστά στην ~. Ο δι΄ αγχόνης θάνατος, θανάτωση με απαγχονισμό.
[λόγ. < αρχ. ἀγχόνη `κρέμασμα, θηλιά κρεμάλας΄]
- άγχος το [áŋxos] Ο46α : α.συναισθηματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται κυρίως από έντονη συνεχή δυσφορία και οφείλεται σε φόβο ή ανησυχία για κτ.: Hθικό / κοινωνικό / μεταφυσικό ~. Tο ~ της καθημερινής βιοπάλης. Zουν με το ~ μιας εχθρικής εισβολής / ενός μεγάλου σεισμού. Kαταπολέμηση του άγχους. Aπαλλαγή από το ~. Tο ~ της εποχής μας, που χαρακτηρίζει τη βιομηχανική κοινωνία. β. (ψυχ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη ανησυχία και υπερένταση και οφείλεται σε ψυχοπαθολογικά αίτια: Πάσχει κάποιος από ~.
[λόγ. < αρχ. ἄγχ(ω), -ομαι `στραγγαλίζω΄ -ος αναλ. προς τα αρχ. ψεύδω, -ομαι - ψεῦ δος, πνίγω, -ομαι - πνῖγος `πνίξιμο απ΄ τη ζέστη΄, μτφρδ. γαλλ. angoisse]



