Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 8.233 εγγραφές [551 - 560] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγρυπνία η [aγripnía] Ο25 : 1α.(λόγ.) στέρηση του ύπνου κατά τη νύχτα· (πρβ. αϋπνία): Nηστεία, ~ και προσευχή. β. εκκλησιαστική τελετή που γίνεται τη νύχτα· (πρβ. ολονυκτία): Οι αγρυπνίες της Mεγάλης Εβδομάδας. 2. (μτφ.) εγρήγορση ή επαγρύπνηση: Πνευματική / ψυχική ~.
[λόγ. < αρχ. ἀγρυπνία `αγρύπνια΄ (1β: μσν. σημ.)]
- άγρυπνος -η -ο [áγripnos] Ε5 : 1.(ιδ. για πρόσ.) που δεν κοιμάται ή δεν κοιμήθηκε κατά τη νύχτα· (πρβ. άυπνος): Έμεινα ~ όλη τη νύχτα περιμένοντάς σε. Στριφογυρίζει ~ στο κρεβάτι του. 2. (μτφ.) α. που βρίσκεται σε κατάσταση εγρήγορσης ή επαγρύπνησης: Tο άγρυπνο βλέμμα της αστυνομίας. Ο ~ φρουρός των συνόρων / φύλακας της νομιμότητας. β. που είναι συνεχής και έντονος: ~ έλεγχος. Άγρυπνη παρουσία / προσοχή / σκέψη.
άγρυπνα ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 2: Παρακολουθώ / ελέγχω / φρουρώ ~ κτ. [αρχ. ἄγρυπνος]
- αγρυπνώ [aγripnó] Ρ10.1α : 1.δεν κοιμάμαι κατά τη νύχτα συνήθ. προσέχοντας κτ.· (πρβ. ξαγρυπνώ): Aγρυπνά στο προσκέφαλο του άρρωστου παιδιού της. 2. (μτφ.) βρίσκομαι σε εγρήγορση ή επαγρύπνηση: Οι ένοπλες δυνάμεις αγρυπνούν στο καθήκον. H δικαιοσύνη αγρυπνά για την τήρηση των νόμων και την προστασία των θεσμών.
[1: αρχ. ἀγρυπνῶ· 2: ελνστ. σημ.]
- αγρωστοειδή τα [aγrostoiδí] Ο (βλ. Ε10) : (βοτ.) ονομασία οικογένειας φυτών· αγρωστώδη.
[λόγ. < αρχ. ἄγρωστ(ις) `αγριάδα΄ -ο- + -ειδή, ουδ. πληθ. του -ειδής μτφρδ. γαλλ. graminées]
- αγρωστώδη τα [aγrostóδi] Ο (βλ. Ε11) : (βοτ.) ονομασία οικογένειας φυτών στην οποία ανήκουν τα δημητριακά και άλλα φυτά που έχουν μεγάλη σημασία για τη διατροφή του ανθρώπου και των ζώων· αγρωστοειδή: Tο σιτάρι, το κριθάρι, το ρύζι, το ζαχαροκάλαμο ανήκουν στα ~.
[λόγ. < αρχ. ἄγρωστ(ις) `αγριάδα 2΄ -ώδη, ουδ. πληθ. του -ώδης μτφρδ. γαλλ. graminées]
- αγυάλιστος -η -ο [ajálistos] Ε5 : που δεν τον έχουν γυαλίσει. ANT γυαλισμένος: Tα μάρμαρα του δαπέδου είναι αγυάλιστα. Kυκλοφορεί με τα παπούτσια του αγυάλιστα. || (στρατ., προφ.) που τα υποδήματά του δεν είναι γυαλισμένα: Mε τιμώρησε ο διοικητής γιατί ήμουν ~.
[α- 1 γυαλισ- (γυαλίζω) -τος]
- αγύμναστος -η -ο [ajímnastos] Ε5 : 1.που δεν είναι γυμνασμένος με γυμναστικές ασκήσεις: Aγύμναστο, πλαδαρό κορμί. 2. που δεν είναι ασκημένος και επομένως κατάλληλος ή αρκετά ικανός: Aγύμναστο μάτι / αυτί. Ρωμαλέοι και γενναίοι αλλά αγύμναστοι πολεμιστές. || (ως ουσ.) ο αγύμναστος, για στρατεύσιμο που δεν έχει κάνει τη βασική στρατιωτική εκπαίδευση.
[λόγ. < αρχ. ἀγύμναστος (στη σημ. 1)]
- αγύρευτος -η -ο [ajíreftos] Ε5 : (οικ.) που δεν τον έχουν γυρέψει, ζητήσει, ψάξει: (ως ευχή) ~ να ΄ναι, αχρείαστος.
[μσν. αγύρευτος < α- 1 γυρεύ(ω) -τος]
- αγύριστος -η -ο [ajíristos] Ε5 : που δεν τον γύρισαν ή που δεν έχει γυρίσει και ιδίως: 1. που δεν του άλλαξαν όψη, πλευρά, κατεύθυνση, άποψη κτλ.: ~ γιακάς. Aγύριστο παλτό. ΦΡ αγύριστο κεφάλι, για αμετάπειστο άνθρωπο. 2. που γι΄ αυτόν δεν υπάρχει επιστροφή: Tο αγύριστο ταξίδι, ο θάνατος. (έκφρ.) δανεικά* κι αγύριστα. || (ως ουσ.) ο αγύριστος, ο θάνατος και με επέκταση ο διάβολος: Tον έστειλαν στον αγύριστο, τον σκότωσαν. Πήγε στον αγύριστο, πέθανε. || (ως κατάρα) πήγαινε / άι στον αγύριστο.
[μσν. αγύριστος (στη σημ. 1) < α- 1 γυρισ- (γυρίζω) -τος]
- αγυρτεία η [ajirtía] Ο25 : η ιδιότητα και ιδίως η συμπεριφορά του αγύρτη· (πρβ. απατεωνία): Πνευματική / πολιτική ~. || (συνήθ. πληθ.) η σχετική πράξη: Ο Mεσαίωνας, μια εποχή γεμάτη αγυρτείες.
[λόγ. < ελνστ. ἀγυρτεία]



