Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Α*
8.233 εγγραφές [531 - 540]
αγρόκτημα το [aγróktima] Ο49 : καλλιεργήσιμη έκταση, στην οποία συνήθ. υπάρχουν εγκαταστάσεις και ο κατάλληλος εξοπλισμός για αγροτικές εργασίες: Tο ~ της Γεωπονικής Σχολής.

[λόγ. αγρο- + κτήμα]

αγρολήπτης ο [aγrolíptis] Ο10 θηλ. αγρολήπτρια [aγrolíptria] Ο27 : (νομ.) αυτός που χρησιμοποιεί ξένο αγρό ύστερα από σχετική συμφωνία με τον ιδιοκτήτη.

[λόγ. αγρο- + -λήπτης· λόγ. αγρολήπ(της) -τρια]

αγροληψία η [aγrolipsía] Ο25 : (νομ.) χρήση ξένου αγρού ύστερα από σχετική συμφωνία με τον ιδιοκτήτη.

[λόγ. αγρο(λήπτης) -ληψία]

αγρομίσθωση η [aγromísθosi] Ο33 : (νομ.) μίσθωση αγροτικού κτήματος.

[λόγ. αγρο- + μίσθω(σις) -ση]

αγρονομείο το [aγronomío] Ο39 : τμήμα της αγροφυλακής, στο οποίο επικεφαλής είναι ο αγρονόμος.

[λόγ. αγρονόμ(ος) -είον]

αγρονομία η [aγronomía] Ο25 : 1.το αγρονομείο και ιδίως οι αρμοδιότητές του. 2. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται κυρίως με θέματα αγροτικής οικονομίας.

[λόγ.: 1: αγρονομ(είον) -ία· 2: γαλλ. agronomie < agronom(e) = αγρονόμ(ος) -ie = -ία]

αγρονόμος ο [aγronómos] Ο18 : 1.βαθμός στην ιεραρχία της αγροφυλακής. 2. επιστήμονας ειδικός στην αγρονομία2: ~ τοπογράφος / μηχανικός.

[λόγ.: 2: γαλλ. agronome < μσνλατ. agronomus < αρχ. ἀγρό(ς) + -νόμος· 1: κατά το αρχ. ἀγρονόμος `αξιωματούχος υπεύθυνος των αγροτικών περιοχών΄]

αγρόπολη η [aγrópoli] & αγρούπολη η [aγrúpoli] Ο33 : η κηπούπολη.

[λόγ. αγρο- + πόλη· λόγ. αγρ(ο)- + -ούπολη]

αγρός ο [aγrós] Ο17 : το χωράφι: Πωλείται ~ πέντε στρεμμάτων. (λόγ.) ΦΡ αγρόν ηγόρασε, αδιαφόρησε. || (πληθ.) η περιοχή όπου βρίσκονται τα χωράφια.

[λόγ. < αρχ. ἀγρός]

αγροτεμάχιο το [aγrotemáxio] Ο40 : τμήμα αγρού ή αγροτικής έκτασης: Πωλούνται οικόπεδα και αγροτεμάχια σε τουριστική περιοχή.

[λόγ. αγρο- + τεμάχιον]

< Προηγούμενο   1... 52 53 [54] 55 56 ...824   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες