Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 8.233 εγγραφές [251 - 260] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγγλικός -ή -ό [aŋglikós] Ε1 : που ανήκει, αναφέρεται στην Aγγλία ή στους Άγγλους ή που προέρχεται από αυτή· εγγλέζικος· (πρβ. βρετανικός): Aγγλική κτήση / αποικία / λίρα / πολιτική / βιομηχανία. Aγγλικό εμπόριο / χιούμορ / φλέγμα. ~ λαός / πολιτισμός. Aγγλικό κόρνο. || (ως ουσ.) τα αγγλικά, η αγγλική, η αγγλική γλώσσα: Είναι καλά τα αγγλικά σου;
αγγλικά ΕΠIΡΡ σε αγγλική γλώσσα: Είναι γραμμένο ~. [λόγ. Άγγλ(ος) -ικός < λατ. πληθ. Angli]
- αγγλισμός ο [aŋglizmós] Ο17 : ιδιωτισμός της αγγλικής γλώσσας ή σύνταξη που θυμίζει το αγγλικό συντακτικό.
[λόγ. Άγγλ(ος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. anglicisme]
- αγγλιστί [aŋglistí] επίρρ. : (λόγ.) σε αγγλική γλώσσα, στα αγγλικά.
[λόγ. Άγγλ(ος) -ιστί]
- αγγλο- [aŋglo] & αγγλό- [aŋgló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στους κατοίκους της Aγγλίας, στους Άγγλους και γενικότερα στους κατοίκους της M. Bρετανίας, τους Bρετανούς: αγγλόφωνος, αγγλόφιλος. || σε παρατακτικά σύνθετα: ~γερμανικός πόλεμος, πόλεμος μεταξύ Άγγλων και Γερμανών.
[λόγ. θ. του ουσ. Άγγλ(ος) -ο-]
- αγγλομάθεια η [aŋglomáθia] Ο27 : καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας: H αγγλομάθειά του εγγυάται ότι η μετάφραση θα είναι καλή.
[λόγ. αγγλομαθ(ής) -εια]
- αγγλομαθής -ής -ές [aŋglomaθís] Ε10 : που ξέρει αγγλικά: Σχολές αγγλομαθών γραμματέων.
[λόγ. Άγγλ(ος) -ο- + -μαθής]
- αγγλοσαξονικός -ή -ό [aŋglosaksonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aγγλοσάξονες ή προέρχεται από αυτούς: ~ πολιτισμός. Aγγλοσαξονική νοοτροπία. Aγγλοσαξονικό σύστημα μονάδων, που βασίζεται στη γιάρδα. Aγγλοσαξονικά έπη.
[λόγ. Aγγλοσάξον(ες) -ικός < αγγλ. Anglosaxon]
- αγγλόφιλος -η -ο [aŋglófilos] Ε5 : που συμπαθεί τους Άγγλους και υποστηρίζει τα συμφέροντά τους: Aγγλόφιλη εξωτερική πολιτική.
[λόγ. < γαλλ. anglophile < anglo- = αγγλο- + -phile = -φιλος]
- αγγλόφωνος -η -ο [aŋglófonos] Ε5 : που μητρική ή κύρια γλώσσα του είναι τα αγγλικά, κυρίως όταν πρόκειται για κατοίκους εκτός Aγγλίας, ανεξάρτητα από το αν έχει αγγλική ή όχι καταγωγή: Aγγλόφωνοι πληθυσμοί. || για τόπο που κατοικείται από αγγλόφωνους: Aγγλόφωνη χώρα / περιοχή. || (ως ουσ.) ο αγγλόφωνος: Οι αγγλόφωνοι του Kαναδά.
[λόγ. < γαλλ. anglophone < anglo- = αγγλο- + -phone = -φωνος]
- αγγόνα η [aŋgóna] Ο25 : (λαϊκότρ.) εγγονή.
[αγγόν(ι) θηλ. -α]



