Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8.233 εγγραφές [1221 - 1230] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιμοκάθαρση η [emokáθarsi] Ο33 : (ιατρ.) ο τεχνητός εξωσωματικός καθαρισμός του αίματος από τοξικές ουσίες, οι οποίες κανονικά αποβάλλονται με τα ούρα: H ~ συνήθως γίνεται με συσκευή που ονομάζεται τεχνητός νεφρός.
[λόγ. αιμο- + κάθαρ(σις) -ση μτφρδ. γερμ. Blutreinigung]
- αιμοκαλλιέργεια η [emokaliérjia] Ο27 : (ιατρ.) επιστημονική έρευνα των μικροβίων, συνήθ. παθογόνων, που υπάρχουν στο αίμα με τεχνητό πολλαπλασιασμό τους έξω από τον οργανισμό.
[λόγ. αιμο- + -καλλιέργεια μτφρδ. γαλλ. hémoculture (hémo- = αιμο-)]
- αιμοκυανίνη η [emokianíni] Ο30 : (βιολ.) ονομασία πρωτεϊνών που περιέχουν χαλκό και βρίσκονται στο αίμα ασπόνδυλων ζώων.
[λόγ. < γαλλ. hémocyanine < hémo- = αιμο- + αρχ. κυαν(οῦς) `σκούρος μπλε΄ -ine = -ίνη]
- αιμόλεμφος ο [emólemfos] Ο19 : (φυσιολ.) το αίμα των ασπόνδυλων ζώ ων.
[λόγ. < διεθ. hemo- = αιμο- + lymph = λέμφος (δες λ.)]
- αιμοληψία η [emolipsía] Ο25 : (ιατρ.) λήψη αίματος από αιμοδότη για μετάγγιση ή από άρρωστο για εργαστηριακή εξέταση: Kινητή μονάδα αιμοληψίας θα βρίσκεται αύριο στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου.
[λόγ. αιμο- + -ληψία μτφρδ. γαλλ. prise de sang]
- αιμόλυση η [emólisi] Ο33 & αιμολυσία η [emolisía] Ο25 : (ιατρ.) βλάβη που συνίσταται σε αποχωρισμό της αιμοσφαιρίνης από τα ερυθρά αιμοσφαίρια.
[λόγ. < γαλλ. hémolyse < hémo- = αιμο- + αρχ. λύ(σις) -ση· λόγ. αιμόλυσ(ις) -ία]
- αιμολυσίνη η [emolisíni] Ο30 : (φυσιολ., ιατρ.) η ουσία που προκαλεί την αιμόλυση.
[λόγ. < γαλλ. hémolysine < hémolys(e) = αιμόλυσ(ις) -ine = -ίνη]
- αιμολυτικός -ή -ό [emolitikós] Ε1 : (ιατρ.) που προκαλεί αιμόλυση ή που έχει σχέση με αυτή: Ο ~ ίκτερος / ορός. Aιμολυτική αναιμία / νόσος.
[λόγ. < γαλλ. hémolytique < hémoly(se) = αιμόλυ(σις) -tique = -τικός]
- αιμομίκτης ο [emomíktis] Ο10 θηλ. αιμομίκτρια [emomíktria] Ο27 : αυτός που έχει κάνει αιμομιξία.
[λόγ. < μσν. αιμομίκτης < αιμομικ- (αιμομιξία) -της· λόγ. αιμομίκ(της) -τρια]
- αιμομικτικός -ή -ό [emomiktikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αιμομιξία ή με τον αιμομίκτη: ~ γάμος / έρωτας. Aιμομικτικό ταμπού. Mυθιστόρημα με αιμομικτικό θέμα.
[λόγ. αιμομίκτ(ης) -ικός]