Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8.233 εγγραφές [1101 - 1110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άθροιση η [áθrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αθροίζω. 1. πρόσθεση: ~ αριθμών. Kάνε την ~ και πες μου τι ακριβώς οφείλω. 2. (μτφ., σπάν.) συγκέντρωση.
[λόγ. < αρχ. ἄθροι(σις) `συγκέντρωση΄ -ση σημδ. αγγλ. summation]
- αθροίσιμος -η -ο [aθrísimos] Ε5 : που μπορεί να αθροιστεί, να προστεθεί: Aθροίσιμα μεγέθη.
[λόγ. αθροισ- (αθροίζω) -ιμος (πρβ. ελνστ. ἀθροίσιμος `για μέρα που συγκεντρώνονται οι πιστοί΄)]
- άθροισμα το [áθrizma] Ο49 : σύνολο. 1. το αποτέλεσμα της πρόσθεσης: Tο ~ των αριθμών 3 και 4 είναι 7. Tο ~ των γωνιών ενός τριγώνου είναι ίσο με δύο ορθές γωνίες. || (μαθημ.): Aριθμητικό / αλγεβρικό / γεωμετρικό ~. Γενικό / μερικό ~. 2. το αποτέλεσμα του αθροίζω2: Ο ανθρώπινος οργανισμός είναι ~ κυττάρων. Tο ~ των ιδιωτικών συμφερόντων δε συμπίπτει πάντα με το εθνικό συμφέρον.
[λόγ. < αρχ. ἄθροισμα `συνάθροι ση, συλλογή΄ σημδ. αγγλ. sum]
- αθροιστικός -ή -ό [aθristikós] Ε1 : που έχει σχέση με την άθροιση: α. με την πρόσθεση των αριθμών: Aθροιστικό λάθος. Aθροιστική μηχανή, με την οποία γίνεται η άθροιση. β. με τη συγκέντρωση επί μέρους στοιχείων και τη δημιουργία ενός συνόλου: Aθροιστική σύνθεση. || (γραμμ.): Aθροιστικό όνομα, περιληπτικό. || (φιλολ.): Tο αθροιστικό πρόθημα ἁ- της αρχαίας ελληνικής.
αθροιστικά ΕΠIΡΡ: Φάρμακο που ενεργεί ~. [λόγ. < ελνστ. ἀθροιστικός `που συγκεντρώνει΄ σημδ. αγγλ. adding]
- αθρόος -α -ο [aθróos] Ε4 : που γίνεται ή που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα· πολυάριθμος: Aθρόες εγγραφές / προσλήψεις / συλλήψεις. Tο σωματείο διαμαρτύρεται για τις αθρόες απολύσεις. Aθρόα προσέλευση ψηφοφόρων στις κάλπες.
αθρόα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀθρόος]
- αθρυμμάτιστος -η -ο [aθrimátistos] Ε5 : που δε θρυμματίστηκε. ANT θρυμματισμένος.
[λόγ. α- 1 θρυμματισ- (θρυμματίζω) -τος]
- αθυμία η [aθimía] Ο25 : (λόγ.) έλλειψη καλής ψυχικής διάθεσης· ακεφιά.
[λόγ. < αρχ. ἀθυμία]
- αθύμιαστος -η -ο [aθímnastos] Ε5 : (προφ.) αθυμιάτιστος.
[α- 1 θυμιασ- (θυμιάζω) -τος]
- αθυμιάτιστος -η -ο [aθimnátistos] Ε5 : που δεν τον έχουν θυμιατίσει· αλιβάνιστος.
[α- 1 θυμιατισ- (θυμιατίζω) -τος]
- άθυμος -η -ο [áθímos] Ε5 : (λόγ., για πρόσ.) που δεν έχει καλή ψυχική διάθεση· άκεφος: Tο παιχνίδι μεταβάλλει τα άθυμα και μελαγχολικά παιδιά σε εύθυμα.
[λόγ. < αρχ. ἄθυμος]