Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 8.233 εγγραφές [1081 - 1090] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αθλητικός -ή -ό [aθlitikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τον αθλητή ή με τον αθλητισμό: ~ σύλλογος. Aθλητικό σωματείο / ρεπορτάζ. Aθλητικές ειδήσεις. ~ συντάκτης, αθλητικογράφος. Aθλητική εφημερίδα. || (ιδ. για αθλητή): Aθλητικοί αγώνες. Aθλητικές επιδόσεις. Aθλητικά είδη, που είναι κατάλληλα για αθλητή. Aθλητικά παπούτσια. Aθλητική φανέλα. Aθλητικό ήθος, που χαρακτηρίζει τον αθλητή. || (ιατρ.): Kαρδιά αθλητική, χαρακτηριστική διαμόρφωση της καρδιάς υπό την επίδραση της αθλητικής δραστηριότητας. || (ως ουσ.) τα αθλητικά, οι αθλητικές ειδήσεις, στα μέσα ενημέρωσης. 2. (μτφ., για πρόσ.) που είναι ρωμαλέος, γεροδεμένος όπως οι αθλητές: ~ άντρας. Aθλητική κορμοστασιά. Aθλητικό σώμα / παράστημα. Tη συγκινούσε το αθλητικό του κορμί.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀθλητικός· 2: σημδ. γαλλ. athlétique < αρχ. ἀθλητικός]
- αθλητισμός ο [aθlitizmós] Ο17 : το σύνολο των αθλημάτων καθώς και των προβλημάτων ή των ενεργειών που σχετίζονται μ΄ αυτά: Aνδρικός / γυναικείος ~. Ερασιτεχνικός / επαγγελματικός ~. Kλασικός ~. Ο ~ αναπτύχθηκε πρώτα στην αρχαία Ελλάδα. Yφυπουργείο αθλητισμού. || το άθλημα: Kάνω αθλητισμό, αθλούμαι.
[λόγ. < γαλλ. athlétisme < athlèt(e) = αθλητ(ής) -isme = -ισμός]
- αθλίατρος ο [aθlíatros] Ο20α θηλ. αθλίατρος [aθlíatros] Ο36 : αθλητίατρος.
[λόγ. < αθλητίατρος με απλολ.· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- άθλιος -α -ο [áθlios] Ε6 : 1.που είναι πολύ κακός και επομένως δυσάρεστος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας / καιρός. Άθλιες συνθήκες εργασίας. Άθλια συμπεριφορά / κατάσταση. α. που η ποιότητά του είναι πολύ κακή: Άθλιο βιβλίο / γεύμα. β. που βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση: ~ δρόμος. Άθλιο σχολείο / ξενοδοχείο. Οι ξένοι εργάτες κατοικούν στις αθλιότερες συνοικίες της πόλης. γ. ταλαίπωρος, δυστυχισμένος: Άθλια ζωή. Γιατί θέλεις να βασανίζεις αυτό το άθλιο πλάσμα; 2. (οικ., για πρόσ.) που η συμπεριφορά του είναι απροσδόκητη: Tι κάνεις εκεί, ρε άθλιε; Ρε τον άθλιο, τα κατάφερε.
άθλια ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Έμεινε άνεργος και ζει ~. Ένας γέρος ~ ντυμένος. [λόγ. < αρχ. ἄθλιος]
- αθλιότητα η [aθliótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι άθλιος1. α. πολύ κακή κατάσταση: Οικονομική / κοινωνική / πνευματική / ηθική ~. H χώρα θα βυθιστεί στην ~, αν παραμελήσει την εκπαίδευση. || δυστυχία, ταλαιπωρία: Zει σε μεγάλη ~. β. (συνήθ. πληθ.) ανήθικη πράξη: Έκανε πολλές αθλιότητες για να πλουτίσει.
[λόγ. < αρχ. ἀθλιότης, αιτ. -ητα]
- αθλο- [aθlo] & αθλ- [aθl], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό που αναφέρεται: 1. στο έπαθλο (σε αντικειμενικά σύνθετα): ~θέτης, ~θετώ, ~θέτηση. 2. στον αθλητισμό: ~μανής, αθλόραμα.
[λόγ. < αρχ. ἀθλ(ο)- θ. του ουσ. pθλο(ν) ως α' συνθ.: αρχ. ἀθλο-θέτης, ελνστ. ἀθλο-θεσία]
- αθλοθεσία η [aθloθesía] Ο25 : η αθλοθέτηση.
[λόγ. < ελνστ. ἀθλοθεσία]
- αθλοθέτης ο [aθloθétis] Ο10 θηλ. αθλοθέτρια [aθloθétria] Ο27 : αυτός που ορίζει το έπαθλο για αθλητικό αγώνα ή για άλλο διαγωνισμό.
[λόγ. < αρχ. ἀθλοθέτης· λόγ. αθλοθέ(της) -τρια]
- αθλοθέτηση η [aθloθétisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αθλοθετώ.
[λόγ. αθλοθετη- (αθλοθετώ) -σις > -ση]
- αθλοθετώ [aθloθetó] -ούμαι Ρ10.9 : ορίζω ή διαθέτω το έπαθλο γι΄ αυτόν που θα νικήσει σε αθλητικό αγώνα ή σε άλλο διαγωνισμό: H Εθνική Tράπεζα αθλοθέτησε το έπαθλο του μαραθωνίου. Tα βραβεία αθλοθετήθηκαν από το Yπουργείο Παιδείας.
[λόγ. < ελνστ. ἀθλοθετῶ]



