Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Έλα
90 εγγραφές [71 - 80]
ελαφόπουλο το [elafópulo] Ο41 : το μικρό του ελαφιού· ελαφάκι.

[ελάφ(ι) -όπουλο]

έλαφος η [élafos] Ο36 : (λόγ.) το ελάφι: Aρσενική ~. Θηλυκή ~, ελαφίνα.

[λόγ. < αρχ. ἔλαφος ὁ, ἡ άσχετα προς το φυσικό γένος]

ελαφόχοιρος ο [elafóxiros] Ο20 : είδος αγριόχοιρου.

[λόγ. έλαφ(ος) -ο- + χοίρος μτφρδ. γερμ. Hirscheber]

ελαφράδα η [elafráδa] Ο26 : (προφ.) ελαφρότητα.

[ελαφρ(ός) -άδα]

ελαφραίνω [elafréno] Ρ7.4α : (πρβ. ελαφρύνω). 1. χάνω από το βάρος μου, γίνομαι ελαφρότερος. ANT βαραίνω. 2. αφαιρώ από βάρος, κάνω να γίνει κτ. ελαφρότερο: Ελαφραίνω το φορτίο.

[μσν. ελαφραίνω < ελα φρ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]

ελαφρο- [elafro] & ελαφρό- [elafró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & (λαϊκότρ.) αλαφρο- [alafro] & λαφρο- [lafro] & αλαφρό- [alafró] ή λαφρό- [lafró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. προσθέτει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό τη σημασία: 1. (σε σύνθετα ονόματα) επιπόλαιος: ελαφρόλογος, ελαφρόμυαλος· ~μυαλιά· αλαφροΐσκιωτος, αλαφρόμυαλος, λαφρόμυαλος, λαφρομυαλιά. 2. (σε σύνθετα ρήματα) τη σημασία λίγο, μόλις και μετά βίας: ~κοιμάμαι, ~πατώ. 3. ελαφρός, όχι βαρύς, όχι σοβαρός: ~ποινίτης, ANT βαρυ-· ελαφρόποινος.

[αρχ. ἐλαφρο- θ. του επιθ. ἐλαφρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἐλαφρό-νους `ελαφρόμυαλος΄· μσν. αλαφρο- < ελαφρο- ( [e > a] κατά την εξέλ. ελαφρός > αλαφρός): μσν. αλαφρο-κέφαλος· μσν. λαφρο- θ. του επιθ. λαφρ(ός) -ο- < ελαφρός με αποβ. του αρχ. άτ. φων.: μσν. (παράγωγο) λαφρώνω]

ελαφρομυαλιά η [elafromnaá] Ο24 : έλλειψη νοημοσύνης, σοβαρότητας και σύνεσης, ανοησία και επιπολαιότητα.

[ελαφρόμυαλ(ος) -ιά]

ελαφρόμυαλος -η -ο [elafrómnalos] Ε5 : (ως χλευαστικός χαρακτηρισμός προσώπου) που δείχνει έλλειψη νοημοσύνης, σοβαρότητας και σύνεσης· ανόητος και επιπόλαιος· κοκορόμυαλος.

[ελαφρο- + μυαλ(ό) -ος]

ελαφρόνοια η [elafrónia] Ο27 : (λόγ.) ελαφρομυαλιά.

[λόγ. < ελνστ. ἐλαφρό(νους) `ελαφρόμυαλος΄ -νοια κατά το σχ.: άνους - άνοια]

ελαφρόπετρα η [elafrópetra] Ο27 : είδος πορώδους ηφαιστειογενούς πετρώματος που χρησιμοποιείται ως λειαντικό μέσο, για την παραγωγή ελαφρών και μονωτικών οικοδομικών υλικών κτλ.: H ~ επιπλέει έως ότου όλοι οι πόροι της γεμίσουν με νερό. || κομμάτι από τέτοιο πέτρωμα (πέτρα) για την καθαριότητα του σώματός μας. || ως χλευαστικός χαρακτηρισμός προσώπου ελαφρόμυαλου, ανόητου και επιπόλαιου.

[ελαφρο- + πέτρα]

< Προηγούμενο   1... 5 6 7 [8] 9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες