Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 90 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελατοσίδηρος ο [elatosíδiros] Ο19 : σίδηρος που μπορούν να τον κατεργαστούν με έλαση για να παράγουν ελάσματα. ANT χυτοσίδηρος.
[λόγ. ελατ(ός) -ο- + σίδηρος]
- ελατότητα η [elatótita] Ο28 : (φυσ., τεχν.) η ιδιότητα του ελατού, η ιδιότητα ορισμένων μετάλλων να παίρνουν τη μορφή ελάσματος με την κατάλληλη επεξεργασία· (πρβ. ολκιμότητα).
[λόγ. ελατ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. ductilité]
- ελατόφυτος -η -ο [elatófitos] Ε5 : για τόπο κατάφυτο από έλατα: Ελατόφυτες κορυφές.
[λόγ. ελάτ(η) -ο- + -φυτος]
- ελάττωμα το [elátoma] Ο49 : 1. (για πρόσ.) κακή ιδιότητα ή αδυναμία του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς (σπανιότερα του σώματος)· κουσούρι, κακή συνήθεια. ANT προτέρημα: Έχει το ~ της φλυαρίας / να φλυαρεί. (γνωμ.) αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του. || Aνοιγόκλεινε τα μάτια του από αμηχανία και στο τέλος τού έμεινε ~. 2. (για πργ.) ατέλεια στην κατασκευή η οποία δυσχεραίνει τη χρήση του ή εμποδίζει την καλή λειτουργία του· κουσούρι: Για να χάνει στροφές η μηχανή κάποιο ~ θα έχει στον άξονά της.
[λόγ. < ελνστ. ἐλάττωμα, αρχ. σημ.: `κατωτερότητα΄]
- ελαττωματικός -ή -ό [elatomatikós] Ε1 : (για πργ.) που έχει ελάττωμα: Ελαττωματική συσκευή / μηχανή. Ελαττωματικό προϊόν. Ελαττωματικά ανταλλακτικά. ~ μηχανισμός. Ελαττωματική κατασκευή. || Ελαττωματική διάπλαση του σώματος. Ελαττωματική όραση. || (ως ουσ.): Στην απέναντι πτέρυγα βρίσκονται τα ελαφρώς ελαττωματικά που είναι και φτηνότερα.
ελαττωματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ελαττωματ- (ελάττωμα) -ικός]
- ελαττωματικότητα η [elatomatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ελαττωματικού πράγματος· (πρβ. ατέλεια).
[λόγ. ελαττωματικ(ός) -ότης > -ότητα]
- ελαττώνω [elatóno] -ομαι Ρ1 : κάνω κτ. να γίνει λιγότερο ή μικρότερο· μειώνω: ~ ποσό / ποσότητα / μέγεθος. ~ τα έξοδά μου / το κάπνισμα, περιορίζω.
[λόγ. < αρχ. ἐλασσῶ, αττ. διάλ. ἐλαττ(ῶ) -ώνω]
- ελάττωση η [elátosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ελαττώνω· μείωση: ~ ποσότητας. ~ εξόδων / εσόδων.
[λόγ. < αρχ. ἐλάττω(σις) -ση]
- ελάφι το [eláfi] Ο44 θηλ. ελαφίνα [elafína] Ο26 : α. δασόβιο, θηλαστικό, μηρυκαστικό ζώο, με λεπτά και ψηλά πόδια, αρμονικό και ωραίο κορμό, και (στο αρσενικό μόνο) οστέινες εκφύσεις στο μέτωπο που διακλαδίζονται σε διάφορα σχήματα: Tο ~ έχει εξαιρετικά αναπτυγμένες αισθήσεις και τρέπεται έγκαιρα και γρήγορα σε φυγή. β. (θηλ., μτφ.) για ωραία και λυγερή γυναίκα.
ελαφάκι το YΠΟKΟΡ το μικρό του ελαφιού· ελαφόπουλο. [μσν. ελάφι(ν) < ελνστ. ἐλάφιον υποκορ. του αρχ. ἔλαφος· μσν. ελαφίνα < ελάφ(ι) -ίνα]
- ελαφίσιος -α -ο [elafísxos] Ε4 : που ανήκει σε ελάφι ή προέρχεται από αυτό: Ελαφίσιο κρέας. || που ταιριάζει σε ελάφι, που μοιάζει με του ελαφιού: Ελαφίσιο τρέξιμο, πολύ γρήγορο. Ελαφίσιο βάδισμα / πάτημα, ελαφρύ και χαριτωμένο.
[ελάφ(ι) -ίσιος]



