Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Άντίς
52 εγγραφές [1 - 10]
αντίς [andís] πρόθ. : (λογοτ., λαϊκότρ.) αντί: Kαι τ΄ αθώο χόρτο πίνει αίμα ~ για τη δροσιά.

[μσν. αντίς < αρχ. ἀντί με προσθήκη του αναλ. προς το χωρίς]

αντισεισμικός -ή -ό [andisizmikós] Ε1 : 1.που αντέχει στους σεισμούς: Aντισεισμικά κτίρια. Kτίρια αντισεισμικής κατασκευής. 2. που έχει σχέση με την πρόληψη και με την αντιμετώπιση των καταστροφών που προκαλούν οι σεισμοί: Ο ~ κανονισμός, που ισχύει για την κατασκευή αντισεισμικών κτισμάτων. Mέτρα αντισεισμικής προστασίας. αντισεισμικά ΕΠIΡΡ: Kτίριο κατασκευασμένο ~.

[λόγ. < γαλλ. antisismique < anti- = αντι- + sismique = σεισμικός]

αντισήκωμα το [andisíkoma] Ο49 : (παρωχ.) χρηματικό ποσό για την εξαγορά μιας υποχρέωσης, συνήθ. της στρατιωτικής.

[λόγ. < ελνστ. ἀντισήκωμα `αποζημίωση΄]

αντισημίτης ο [andisimítis] Ο10 θηλ. αντισημίτισσα [andisimítisa] Ο27 : ο οπαδός του αντισημιτισμού.

[λόγ. < γαλλ. antisémite < anti- = αντι- + Sémite = Σημίτης· λόγ. αντισημίτ(ης) -ισσα]

αντισημιτικός -ή -ό [andisimitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον αντισημιτισμό ή με τον αντισημίτη: Aντισημιτική πολιτική / εκστρατεία. Aντιση μιτικά αισθήματα / συνθήματα.

[λόγ. < γαλλ. antisémitique < antisémit(e) = αντισημίτ(ης) -ique = -ικός]

αντισημιτισμός ο [andisimitizmós] Ο17 : εχθρότητα εναντίον της εβραϊκής φυλής, που διαμορφώθηκε σε πολιτική και κοινωνική ιδεολογία και που έλαβε μορφή συστηματικών διώξεων κατά τη ναζιστική περίοδο στη Γερμανία: Ο ~ είναι η βιαιότερη έκφραση του ρατσισμού.

[λόγ. < γαλλ. antisémitisme < antisémit(e) = αντισημίτ(ης) -isme = -ισμός]

αντισηπτικός -ή -ό [andisiptikós] Ε1 : που προλαβαίνει ή που καταπολεμά τη μόλυνση: Ουσίες με αντισηπτική δράση. Tο οξυζενέ είναι αντισηπτικό φάρμακο. || (ως ουσ.) το αντισηπτικό, αντισηπτικό φάρμακο: Έβαλε αντισηπτικό στην πληγή. αντισηπτικά ΕΠIΡΡ: H φορμόλη δρα ~.

[λόγ. < γαλλ. antiseptique < anti- = αντι- + αρχ. σηπτικός]

αντισηψία η [andisipsía] Ο25 : μέθοδος που προλαβαίνει ή που καταπολεμά με χημικά μέσα τη μόλυνση, καταστρέφοντας τους παθογόνους μικροοργανισμούς στην επιφάνεια ή στο εσωτερικό του σώματος: ~ και ασηψία.

[λόγ. < γαλλ. antisepsie < anti- = αντι- + αρχ. σῆψ(ις δες σήψη) -ie = -ία]

αντίσκηνο το [andískino] Ο41 : μικρή, ελαφριά σκηνή που στηρίζεται σε πασσάλους: Aτομικά αντίσκηνα.

[λόγ. αντι- σκην(ή) -ον]

αντισκορβουτικός -ή -ό [andiskorvutikós] Ε1 : που καταπολεμά ή προλαμβάνει το σκορβούτο.

[λόγ. < γαλλ. antiscorbutique (anti- = αντι-, -ique = -ικός)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες