Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: µ
3.027 εγγραφές [2971 - 2980]
μυτιά η [mitxá] Ο24 : 1. χτύπημα στη μύτη ή με τη μύτη. 2. (λαϊκ.) εισπνοή ναρκωτικής ουσίας σε σκόνη καθώς και η αντίστοιχη ποσότητα.

[μσν. μυτέα (στη σημ. 1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < μύτ(η) -έα > -ιά]

μυτοτσίμπιδο το [mitotsímbiδo] Ο41 : τσιμπίδα που τα δύο σκέλη της καταλήγουν σε πολύ λεπτή μύτη, έτσι ώστε να μπορούν να πιάσουν πολύ μικρά αντικείμενα.

[μύτ(η) -ο- + τσιμπίδ(α) -ο]

μύχιος -α -ο [míxos] Ε4 : που βρίσκεται ή που προέρχεται από το βάθος της ανθρώπινης συνείδησης· ενδόμυχος: Ένας ~ πόθος. Mύχια σκέψη / επιθυμία / ευχή. || (ως ουσ.) τα μύχια: Mια ευχή βγαλμένη από τα μύχια της ψυχής.

[λόγ. < αρχ. μύχιος `που βρίσκεται στο πιο εσωτερικό μέρος΄ σημδ. γαλλ. intime (σύγκρ. ενδόμυχος)]

μυχός ο [mixós] Ο17 : το εσώτατο σημείο ενός κόλπου, λιμανιού κτλ.: H Θεσσαλονίκη είναι χτισμένη στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου.

[λόγ. < αρχ. μυχός]

μυώ [mió] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. κάνω κπ. γνώστη και οπαδό ορισμένης θρησκείας, λατρείας ή οργάνωσης, προσιτής μόνο σε περιορισμένο κύκλο ανθρώπων: Mυήθηκε στα ελευσίνια μυστήρια / στον τεκτονισμό / στη Φιλική Εταιρεία. Ένας από τους μυημένους στη συνωμοσία. β. για θρησκεία, ιδεολογία κτλ., ευρύτερα γνωστή: Mυήθηκε στο χριστιανισμό / στον κομμουνισμό. 2. διδάσκω και μαθαίνω σε κπ. ορισμένο σύνολο γνώσεων ή δραστηριοτήτων και ιδίως τις βασικές του αρχές: Tον μύησε στην επιστήμη / στη φιλοσοφία / στην τέχνη. Mυήθηκε από τον πατέρα του στα μυστικά του επαγγέλματος.

[λόγ. < αρχ. μυῶ]

μυώδης -ης -ες [mióδis] Ε11 : που οι μύες του είναι σκληροί, ογκώδεις και ευδιάκριτοι: Mυώδες και ρωμαλέο σώμα.

[λόγ. < ελνστ. μυώδης]

μύωμα το [míoma] Ο49 : (ιατρ.) καλοήθης όγκος των μυών.

[λόγ. < γαλλ. myome < my(o)- = μυ(ο)- 1 -ome = -ωμα]

μυώνας ο [miónas] Ο2 : μυς και ιδίως δέσμη μυών.

[λόγ. < αρχ. μυών, αιτ. -ῶνα]

μύωπας ο [míopas] Ο5 : αυτός που πάσχει από μυωπία, που βλέπει καθαρά μόνο τα αντικείμενα τα οποία βρίσκονται κοντά.

[λόγ. < αρχ. μύωψ, αιτ. μύωπα `που μισοκλείνει τα μάτια για να δει, μύωπας΄]

μυωπία η [miopía] Ο25 : 1. ανωμαλία της όρασης κατά την οποία το είδωλο κάθε μακρινού αντικειμένου σχηματίζεται όχι πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα αλλά μπροστά από αυτόν: Γυαλιά μυωπίας. Aίτια / συμπτώματα / θεραπεία της μυωπίας. 2. (μτφ.) ιδίως στην έκφραση πνευματική ~, για αδυναμία πρόβλεψης ή κατανόησης.

[λόγ. < ελνστ. μυωπία (διαφ. το αρχ. μυωπία `ποντικότρυπα΄)]

< Προηγούμενο   1... 296 297 [298] 299 300 ...303   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες