Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 70 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουσώνας ο [musónas] Ο2 : ονομασία περιοδικών τροπικών ανέμων που φυσούν το χειμώνα από τη στεριά προς τη θάλασσα και το καλοκαίρι από τη θάλασσα προς τη στεριά: Xειμερινοί / καλοκαιρινοί μουσώνες. Οι μουσώνες του Iνδικού Ωκεανού. Περίοδος των μουσώνων.
[λόγ. μουσ(ών) -ώνας < γαλλ. mousson ('85 αραβ.)]
- μυλωνάς ο [milonás] Ο1 θηλ. μυλωνού [milonú] Ο37 : αυτός, συνήθ. ιδιοκτήτης, που δουλεύει στο μύλο. ΠAΡ Θεωρία* επισκόπου και καρδία μυλωνά. || (θηλ.) και η σύζυγος του μυλωνά.
[μσν. μυλωνάς < αρχ. μυλών `μύλος΄ -άς· μυλων(άς) -ού]
- μυώνας ο [miónas] Ο2 : μυς και ιδίως δέσμη μυών.
[λόγ. < αρχ. μυών, αιτ. -ῶνα]
- ναυτώνας o [naftónas] Ο2 : κτίριο ή παροπλισμένο πλοίο, όπου στρατωνίζονται ναύτες.
[λόγ. ναύτ(ης) -ών > -ώνας]
- νευρώνας ο [nevrónas] Ο2 : (ανατ.) το νευρικό κύτταρο και οι αποφύσεις του.
[λόγ. νευρ(ών) -ώνας < γαλλ. neuron < αρχ. νεῦρ(ον) -on]
- νυμφώνας ο [nimfónas] Ο2 λόγ. γεν. και νυμφώνος : (λόγ.) νυφικό δωμάτιο, νυμφική παστάδα. ΦΡ μένω έξω / εκτός του νυμφώνος, δεν προλαβαίνω να εκμεταλλευτώ μια ευκαιρία, κυρίως εξαιτίας δικής μου αμέλειας ή καθυστέρησης: Aργήσαμε να κάνουμε αίτηση για την κλήρωση στο νηπιαγωγείο και μείναμε έξω του νυμφώνος.
[λόγ. < ελνστ. νυμφών, αιτ. -ῶνα]
- ξενώνας ο [ksenónas] Ο2 : 1.ειδικά διαμορφωμένος χώρος, συνήθ. σε μοναστήρια ή σε ιδρύματα, που προορίζεται για φιλοξενία ξένων χωρίς ή με ελάχιστη οικονομική επιβάρυνση: Στο χωριό μας υπάρχει ένας κοινοτικός ~. Θα κοιμηθούμε στον ξενώνα του μοναστηριού. Ξενώνα το κάναμε το σπίτι μας. Ξενώνας Nεότητας, ξενώνας ειδικά για νέους. || πολύ μικρό οικογενειακό ξενοδοχείο σε χωριό ή σε κωμόπολη. 2. δωμάτιο, σε σπίτι, προορισμένο για τη φιλοξενία φίλων ή γνωστών.
[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. ξενῶνες]
- οπωρώνας ο [oporónas] Ο2 : (λόγ.) το περιβόλι: Ένας ~ με μηλιές / πορτοκαλιές / αχλαδιές.
[λόγ. οπώρ(α) -ών > -ώνας]
- ορνιθώνας ο [orníθónas] Ο2 : (λόγ.) το κοτέτσι.
[λόγ. < ελνστ. ὀρνιθών, αιτ. -ῶνα]
- ορυζώνας ο [orizónas] Ο2 : έκταση γης στην οποία καλλιεργείται ρύζι.
[λόγ. όρυζ(α) -ών > -ώνας μτφρδ. γαλλ. rizière]



