Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 46 εγγραφές [41 - 46] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τετράχρονος 2 -η -ο : (τεχν.) για κινητήρα εσωτερικής καύσης, του οποίου ο κύκλος λειτουργίας συμπληρώνεται σε τέσσερις χρόνους.
[λόγ. τετρα- + χρόν(ος) -ος μτφρδ. γαλλ. moteur à quatre temps]
- τρίχρονος 1 -η -ο [tríxronos] Ε5 : 1. που έχει ηλικία τριών ετών: Ένα τρίχρονο αγοράκι. 2. που διαρκεί τρία χρόνια· τριετής: Tρίχρονη απουσία / εκπαίδευση.
[τρι- 1 + χρόν(ια, χρόνος) -ος]
- τρίχρονος 2 -η -ο : που έχει τρεις μετρικούς χρόνους.
[λόγ. < ελνστ. τρίχρονος]
- υπερσύγχρονος -η -ο [ipersíŋxronos] Ε5 : που αναφέρεται στα πιο πρόσφατα, στα τελευταία, στα πιο σύγχρονα επιτεύγματα της τεχνολογίας: Yπερσύγχρονα πλοία / εργοστάσια.
[λόγ. υπερ- + σύγχρονος μτφρδ. γαλλ. ultra-moderne]
- υστερόχρονος -η -ο [isteróxronos] Ε5 : που μέσα σε μια χρονική αλληλουχία γίνεται ύστερα από κτ. άλλο. || (κυρ. ως ουσ., γραμμ.) το υστερόχρονο.
[λόγ. < ελνστ. ὑστερόχρονος]
- χιλιόχρονος -η -ο [xi
óxronos] Ε5 : α.που έχει διάρκεια, ζωή χιλίων ετών· χιλιετής: Tο Bυζάντιο έχει χιλιόχρονη ιστορία. Mια χιλιόχρονη ελιά. β. (ευχή) (να είσαι) ~!, να ζήσεις πάρα πολλά χρόνια. [χιλιο- 1 + χρόν(ος) -ος]



