Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 46 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενενηντάχρονος -η -ο [enenindáxronos] Ε5 : α.που έχει διάρκεια ενενήντα ετών. β. που έχει ηλικία (περίπου) ενενήντα ετών: ~ γέρος. || (ως ουσ.) ο ενενηντάχρονος, θηλ. ενενηντάχρονη, ο ενενηντάρης. γ. (ως ουσ.) τα ενενηντάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρωση ενενήντα χρόνων από κάποιο γεγονός.
[λόγ. ενενήντα + -χρονος]
- εξάχρονος -η -ο [eksáxronos] Ε5 : 1.που έχει ηλικία έξι χρονών: Ένα εξάχρονο αγόρι. || (ως ουσ.) παιδί ηλικίας έξι χρονών. 2. που διαρκεί έξι χρόνια: ~ πόλεμος, εξαετής.
[εξα- + -χρονος]
- εξηντάχρονος -η -ο [eksindáxronos] Ε5 : α.που έχει διάρκεια εξήντα ετών. β. που έχει ηλικία (περίπου) εξήντα ετών. || (ως ουσ.) εξηντάρης. γ. (ως ουσ.) τα εξηντάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρωση εξήντα χρόνων από κάποιο γεγονός.
[λόγ. εξήντα + -χρονος]
- ετερόχρονος -η -ο [eteróxronos] Ε5 : που σε μια χρονική αλληλουχία γίνεται σε διαφορετικό χρόνο από κτ. άλλο.
[λόγ. ετερο- + χρόν(ος) -ος (πρβ. ελνστ. ἑτερόχρονος `διαφορετικός ρηματικός χρόνος΄)]
- εφτάχρονος -η -ο [eftáxronos] & επτάχρονος -η -ο [eptáxronos] Ε5 : 1.που είναι εφτά ετών: Εφτάχρονο κορίτσι. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας εφτά ετών. 2. που έχει ή είχε διάρκεια εφτά χρόνων· επταετής: Εφτάχρονη εκπαίδευση. H εφτάχρονη δικτατορία, 1967-1974 στην Ελλάδα.
[λόγ. επτα- + -χρονος και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] (διαφ. το ελνστ. ἑπτάχρονος `με εφτά μετρικές μονάδες΄)]
- ημίχρονο το [imíxrono] & ημιχρόνιο το [imixrónio] Ο40 : το καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται ο χρόνος ενός ομαδικού αθλητικού παιχνιδιού: Ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη του πρώτου ημιχρόνου. Kαι τα δύο γκολ μπήκαν στο δεύτερο ~. || (επέκτ.) ολιγόλεπτο διάλειμμα στη μέση διάφορων αθλητικών αγώνων: Θα τα πούμε στο ~.
[λόγ. ημι- + χρόν(ος) -ον μτφρδ. αγγλ. half-time· λόγ. ημι- + χρόν(ος) -ιον μτφρδ. αγγλ. half-time]
- ισόχρονος -η -ο [isóxronos] Ε5 : που έχει τον ίδιο χρόνο, διάρκεια, που γίνεται σε ίσο χρόνο, διάρκεια ή κατά ίσα χρονικά διαστήματα με άλλον.
[λόγ. < ελνστ. ἰσόχρονος]
- μακρόχρονος -η -ο [makróxronos] Ε5 : 1. (γραμμ.) μακρός: Mακρόχρονο φωνήεν, φωνήεν που η διάρκεια της προφοράς του είναι μεγαλύτερη από των άλλων φωνηέντων: H αρχαία ελληνική και η λατινική διέκριναν τα φωνήεντα σε μακρόχρονα και βραχύχρονα. Mακρόχρονη συλλαβή, που έχει μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγο. Φύσει* / θέσει* μακρόχρονη συλλαβή. 2. μακροχρόνιος.
[λόγ. < ελνστ. μακροχρον(ία) `μακρά διάρκεια συλλαβής΄ -ος]
- ογδοντάχρονος -η -ο [oγδondáxronos] Ε5 : α. που έχει διάρκεια ογδόντα ετών. β. που έχει ηλικία (περίπου) ογδόντα ετών: ~ γέρος. || (ως ουσ.) ογδοντάρης. γ. (ως ουσ.). τα ογδοντάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρω ση ογδόντα χρόνων από κάποιο γεγονός.
[ογδόντα + -χρονος]
- οκτάχρονος -η -ο [oktáxronos] & οχτάχρονος -η -ο [oxtáxronos] Ε5 : που διαρκεί οχτώ χρόνια: Ένας ~ πόλεμος. || (για πρόσ.) που είναι οχτώ χρόνων: Ένα οκτάχρονο αγόρι. || (ως ουσ.) ο οκτάχρονος, θηλ. οκτάχρονη, για παιδί οχτώ χρονών.
[λόγ. οκτα- + -χρονος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] (πρβ. ελνστ. ὀκτάχρονος `που αποτελείται από οχτώ χρονικές ενότητες΄)]



