Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 46 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολιγόχρονος -η -ο [oliγóxronos] Ε5 : που διαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα. ANT μακροχρόνιος: Ολιγόχρονη απουσία / διακοπή.
[λόγ. ολιγο- + -χρονος (σύγκρ. ελνστ. ὀλιγόχρονος `που ζει λίγα χρόνια΄)]
- πενηντάχρονος -η -ο [penindáxronos] Ε5 : α. που έχει διάρκεια πενήντα ετών. β. που έχει ηλικία (περίπου) πενήντα ετών. || (ως ουσ.) ο πενηντάχρονος, θηλ. πενηντάχρονη, ο πενηντάρης. γ. (ως ουσ.). τα πενηντάχρο να, η επέτειος για τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από κάποιο γεγονός.
[λόγ. πενήντα + -χρονος]
- πεντάχρονος 1 -η -ο [pendáxronos] Ε5 : 1. που διαρκεί πέντε χρόνια: Πεντάχρονη θητεία. || (για πρόσ.) που είναι πέντε χρόνων: Ένα πεντάχρονο αγόρι / κορίτσι. 2. (ως ουσ.) α. (στα τρία γένη) για παιδί πέντε ετών. β. τα πεντάχρονα, η πέμπτη επέτειος.
[πεντα- + χρόν(ος) -ος]
- πεντάχρονος 2 -η -ο : (μουσ., μετρ.) που έχει πέντε χρόνους.
[λόγ. < ελνστ. πεντάχρονος]
- πολύχρονος -η -ο [políxronos] Ε5 : 1. που διαρκεί πολύ χρόνο· μακροχρόνιος: Πολύχρονη και κοπιαστική δουλειά. Πολύχρονη απασχόληση. 2. ευχή σε κπ. να ζήσει πολλά χρόνια: ~ (να είσαι)!
[ελνστ. πολύχρονος]
- προτερόχρονος -η -ο [proteróxronos] Ε5 : που μέσα σε μια χρονική αλληλουχία προηγείται από κτ. άλλο. || (κυρ. ως ουσ., γραμμ.) το προτερόχρονο.
[λόγ. πρότερ(ος) -ο- + χρόν(ος) -ος]
- σαραντάχρονος -η -ο [sarandáxronos] Ε5 : α. που έχει διάρκεια σαράντα ετών. β. που έχει ηλικία (περίπου) σαράντα ετών. || (ως ουσ.). σαραντάρης. γ. (ως ουσ.). τα σαραντάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων από κάποιο γεγονός.
[λόγ. σαράντα + -χρονος]
- σύγχρονος -η -ο [síŋxronos] Ε5 : 1α.που γεννήθηκε ή που έγινε την ίδια εποχή με κπ. ή με κτ. άλλο. ANT αρχαιότερος, νεότερος: Ο Παλαμάς και ο Δροσίνης είναι ποιητές σύγχρονοι. H Mονή του Δαφνιού και ο Όσιος Λουκάς είναι σύγχρονα κτίσματα. Ο Kώστας είναι σύγχρονός μου, συνο μήλικος. || (ως ουσ.) ο σύγχρονος: Οι σύγχρονοι του Γαλιλαίου δέχτηκαν με επιφύλαξη τις θεωρίες του. β. που συμβαίνει την ίδια χρονική στιγμή με κτ. άλλο· ταυτόχρονος: H ομιλία θα γίνει στα ελληνικά με σύγχρονη μετάφραση στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα ισπανικά. 2α. που ανήκει στη σημερινή εποχή: Ο ~ άνθρωπος κατέχεται από άγχος. Οι σύγχρονοι συγγραφείς / πολιτικοί. Οι σύγχρονες κοινωνίες. Οι σύγχρονες γλώσσες, που μιλιούνται σήμερα. || που είναι προϊόν της δραστηριότητας των σύγχρονων ανθρώπων: H σύγχρονη φυσική / λογοτεχνία. β. που αναφέρεται στη σημερινή εποχή: H σύγχρονη ιστορία. Tα σύγχρονα προβλήματα. γ. που είναι προσαρμοσμένος στη σύγχρονη εποχή, που την εκφράζει: Είναι ένας ~ άνθρωπος. Σύγχρονες αντιλήψεις / ιδέες. δ. που έχει γίνει σύμφωνα με τις καινούριες μεθόδους, που ανταποκρίνεται σε αυτές: Tο εργοστάσιο διαθέτει σύγχρονες εγκαταστάσεις. Σπίτι με όλες τις σύγχρονες ανέσεις. 3α. (γεωλ.) ~ αιώνας, η χρονική περίοδος της Γης που περιλαμβάνει την ιστορική εποχή. β. (τεχν.) ~ ηλεκτροκινητήρας. ANT ασύγχρονος.
συγχρόνως ΕΠIΡΡ ταυτόχρονα: Tα δύο γράμματα έφτασαν ~. Διαβάζει και ~ ακούει μουσική. Δεν μπορώ να κάνω ~ δύο πράγματα. Ο χώρος χρησιμοποιείται ως κατοικία και ~ ως εργαστήριο. [λόγ.: 1α: ελνστ. σύγχρονος· 1β: σημδ. γαλλ. simultané· 2: σημδ. γαλλ. contemporain, moderne· 3α: με βάση τη σημ. 2· 3β: σημδ. γαλλ. synchrone < ελνστ. σύγχρονος· λόγ. σύγχρον(ος) -ως]
- ταυτόχρονος -η -ο [taftóxronos] Ε5 : που γίνεται την ίδια ακριβώς στιγμή ή μέσα στα ίδια ευρύτερα χρονικά όρια με κτ. άλλο: H διάλεξη θα γίνει στα αγγλικά με ταυτόχρονη μετάφραση στα ελληνικά. Ο μεγάλος αριθμός των υπαλλήλων επιτρέπει την ταυτόχρονη εξυπηρέτηση πολλών πελατών. || (ως ουσ.) το ταυτόχρονο: Οι χρονικές σχέσεις είναι δύο, το ταυτόχρονο και η διαδοχή.
ταυτόχρονα & (λόγ.) ταυτοχρόνως ΕΠIΡΡ συγχρόνως: Aκούει μουσική και ~ διαβάζει. Εργάζεται και ~ σπουδάζει. [λόγ. < γαλλ. tautochrone < tauto- < ελνστ. ταὐτο- + αρχ. χρόν(ος) -ος· λόγ. ταυτόχρον(ος) -ως]
- τετράχρονος 1 -η -ο [tetráxronos] Ε5 : ΣYN τετραετής. 1. που έχει ηλικία τεσσάρων ετών: Tετράχρονο παιδί. 2. που διαρκεί τέσσερα χρόνια: Tετράχρονη απουσία.
[τετρα- + χρόν(ια) -ος]



