Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 80 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεκαπεντάχρονος -η -ο [δekapendáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκαπέντε χρονών: Δεκαπεντάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκαπέντε ετών. 2. που διαρκεί δεκαπέντε χρόνια.
[δεκαπέντ(ε) -α- (κατά τα τετρα-, πεντα- κτλ.) + -χρονος]
- δεκατετράχρονος -η -ο [δekatetráxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκατεσσάρων χρονών: Δεκατετράχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκατεσσάρων ετών. 2. που διαρκεί δεκατέσσερα χρόνια.
[λόγ. δεκα(τέσσερα) -τετρα- + -χρονος κατά το τετράχρονος]
- δεκατριάχρονος -η -ο [δekatriáxronos] Ε5 : 1. που είναι δεκατριών χρονών: Δεκατριάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δεκατριών ετών. 2. που διαρκεί δεκατρία χρόνια.
[λόγ. δεκατρία + -χρονος]
- δεκάχρονος -η -ο [δekáxronos] Ε5 : α. που διαρκεί δέκα χρόνια. β. που έχει ηλικία δέκα ετών: Δεκάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δέκα ετών. γ. (ως ουσ.) τα δεκάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρωση δέκα ετών από κάποιο γεγονός: Γιόρτασαν τα δεκάχρονα της ίδρυσης του κόμματος.
[λόγ. δεκα- + -χρονος]
- δίχρονος 1 -η -ο [δíxronos] Ε5 : 1. που έχει δύο προσωδιακούς χρόνους: Δίχρονο φωνήεν, στην αρχαία ελληνική γραμματική, καθένα από τα φωνήεντα α, ι, υ τα οποία άλλοτε παριστάνουν μακρόχρονο και άλλοτε βραχύχρονο φθόγγο. || (ως ουσ.) το δίχρονο, δίχρονο φωνήεν: Tα δίχρονα είναι τρία. || Δίχρονη συλλαβή, στην αρχαία ελληνική μετρική, η συλλαβή που λογαριάζεται στο στίχο άλλοτε ως μακρόχρονη και άλλοτε ως βραχύχρονη. 2. (τεχν.) για κινητήρα εσωτερικής καύσης, του οποίου ο κύκλος λειτουργίας συμπληρώνεται σε δύο χρόνους.
[λόγ. < ελνστ. δίχρονος (σφαλερός χαρακτηρισμός για τα φων. από σύγχυση ανάμεσα στην προφ. και την ορθογρ. της αρχ. ελληνικής)]
- δίχρονος 2 -η -ο : 1. που έχει ηλικία δύο ετών: Ένα δίχρονο αγόρι. 2. που έχει διάρκεια δύο χρόνων· διετής.
[δι- 1 + χρόν(ος) -ος]
- δωδεκάχρονος -η -ο [δoδekáxronos] Ε5 : α. που διαρκεί δώδεκα χρόνια. β. που έχει ηλικία δώδεκα ετών: Δωδεκάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δώδεκα ετών.
[μσν. δωδεκάχρονος < δωδεκα- + -χρονος]
- εβδομηντάχρονος -η -ο [evδomindáxronos] Ε5 : α.που έχει διάρκεια εβδομήντα ετών. β. που έχει ηλικία (περίπου) εβδομήντα ετών. || (ως ουσ.) εβδομηντάρης. γ. (ως ουσ.). τα εβδομηντάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρωση εβδομήντα χρόνων από κάποιο γεγονός.
[εβδομήντα + -χρονος]
- εικοσάχρονος -η -ο [ikosáxronos] Ε5 : α.που έχει διάρκεια είκοσι ετών. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) είκοσι ετών: Εικοσάχρονο παλικαράκι. || (ως ουσ.) ο εικοσάχρονος, εικοσάρης. γ. (ως ουσ.). τα εικοσάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από κάποιο γεγονός.
[μσν. εικοσάχρονος < εικοσα- + -χρονος]
- εκατοντάχρονος -η -ο [ekatondáxronos] Ε5 : α. που έχει διάρκεια εκατό ετών· εκατονταετής. β. που έχει ηλικία εκατό ετών· εκατονταετής: ~ γέρος, εκατοχρονίτης, εκατόχρονος. || (ως ουσ.): Ένας ~ ισχυρίστηκε ότι το μυστικό της μακροζωίας του είναι το λίγο κρασί που πίνει κάθε μέρα. γ. (ως ουσ.) τα εκατοντάχρονα, η εκατονταετηρίδα.
[λόγ. εκατοντα- + -χρονος μτφρδ. του νεοελλ. εκατόχρονος]



