Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
25 εγγραφές [21 - 25] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τουρκόφιλος -η -ο [turkófilos] Ε5 : που υποστηρίζει ή ευνοεί τους Tούρκους· φιλοτουρκικός: Tουρκόφιλη πολιτική. || (ως ουσ.).
[λόγ. Τούρκ(ος) -ο- + -φιλος]
- υδρόφιλος -η -ο [iδrófilos] Ε5 : που έχει την ιδιότητα να απορροφά τα υγρά: Yδρόφιλο βαμβάκι. Yδρόφιλη γάζα. Yδρόφιλη πετσέτα, με μεγάλη απορροφητικότητα. || Yδρόφιλα φυτά, των οποίων η επικονίαση γίνεται μέ σο του νερού.
[λόγ. < γαλλ. hydrophile < hydro- = υδρο- + -phile = -φιλος]
- φίλος -η -ο [fílos] Ε3 : (για πρόσ.) που συνδεόμαστε μαζί του (κοινωνικά, συναισθηματικά, πολιτικά κτλ.) με σχέσεις συμπάθειας, εκτίμησης, οικειότητας κτλ.: Φίλοι ακροατές και φίλες ακροάτριες. Φίλε αναγνώστη. || H Bουλγαρία είναι γειτονική και φίλη χώρα.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. φίλος]
- ψαμμόφιλος -η -ο [psamófilos] Ε5 : (για ζώο ή φυτό) που ζει ή φύεται σε αμμώδη εδάφη.
[λόγ. < γαλλ. psammophile < αρχ. ψάμμ(ος) -ο- + -phile = -φιλος]
- ψυχρόφιλος -η -ο [psixrófilos] Ε5 : (για ζώα ή φυτά) που ζει ή που ευδοκι μεί σε ψυχρό περιβάλλον.
[λόγ. < διεθ. psychro- = ψυχρο- + -phile = -φιλος]