Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
25 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζωόφιλος -η -ο [zoófilos] Ε5 : που δείχνει ιδιαίτερη αγάπη για τα ζώα· φιλόζωος: Zωόφιλα αισθήματα. || (ως ουσ., για πρόσ.): Οι σύλλογοι των ζωοφίλων, φίλων των ζώων. Οι κυνηγοί συνήθως χλευάζουν τους ζωόφιλους. Zωόφιλοι που ταΐζουν και φροντίζουν τα αδέσποτα σκυλιά.
[λόγ. < γαλλ. zoophile < zoo- = ζωο- 1 + -phile = -φιλος]
- θεατρόφιλος -η -ο [θeatrófilos] Ε5 : (για πρόσ.) που αγαπάει το θέατρο και πηγαίνει συχνά σε θεατρικές παραστάσεις: Tο θεατρόφιλο κοινό. || (ως ουσ.) ο θεατρόφιλος: H ματαίωση των παραστάσεων απογοήτευσε τους θεατρόφιλους.
[λόγ. < αγγλ. theatrophil < theatro- < αρχ. θέατρο(ν) + -phil = -φιλος]
- κινηματογραφόφιλος -η -ο [kinimatoγrafófilos] Ε5 : που του αρέσει να πηγαίνει στον κινηματογράφο ή να ασχολείται με αυτόν.
[λόγ. κινηματογράφ(ος) -ο- + -φιλος]
- μουσικόφιλος -η -ο [musikófilos] Ε5 : που αγαπά τη μουσική. || (ως ουσ.): Οι μουσικόφιλοι θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν ένα εξαιρετικό κονσέρτο.
[λόγ. μουσικ(ή) -ο- + -φιλος]
- ομοφυλόφιλος -η -ο [omofilófilos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από την ομοφυλοφιλία, που επιδιώκει σεξουαλικές σχέσεις με άτομα του φύλου του: ~ άντρας. Ομοφυλόφιλη γυναίκα, λεσβία. || (ως ουσ.) ο ομοφυλόφιλος, θηλ. ομοφυλόφιλη: Δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. || που αναφέρεται στην ομοφυλοφιλία· ομοφυλοφιλικός: Ομοφυλόφιλες σχέσεις.
[λόγ. ομοφυλοφιλ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]
- ουδετερόφιλος -η -ο [uδeterófilos] Ε5 : που υποστηρίζει την ουδετερότητα, δηλαδή τη μη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο ή σε στρατιωτικό συνασπισμό: Ουδετερόφιλη πολιτική / συνθηματολογία / κυβέρνηση. Ουδετερόφιλο κόμμα.
[λόγ. ουδετερ(ότης) -ο- + -φιλος]
- ποδοσφαιρόφιλος -η -ο [poδosferófilos] Ε5 : (κυρ. ως ουσ.) ο ποδοσφαιρόφιλος, αυτός που του αρέσει το ποδόσφαιρο και παρακολουθεί συχνά τους αγώνες, ο φίλαθλος του ποδοσφαίρου: Οι αγώνες της Kυριακής πρόσφεραν πλούσιο θέαμα στους ποδοσφαιρόφιλους.
[λόγ. ποδόσφαιρ(ον) -ο- + -φιλος]
- ρωσόφιλος -η -ο [rosófilos] Ε5 : που έχει φιλική διάθεση προς τους Ρώσους, που υποστηρίζει την πολιτική τους: ~ πολιτικός. Ρωσόφιλη πολιτική.
[λόγ. ρωσο- + -φιλος]
- σκιόφιλος -η -ο [skiófilos] Ε5 : για φυτά που αγαπούν τη σκιά, που αναπτύσσονται και ευδοκιμούν σε σκιερά μέρη.
[λόγ. < διεθ. scio- < αρχ. σκι(ά) -ο- + -phile = -φιλος]
- σλαβόφιλος -η -ο [slavófilos] Ε5 : που συμπαθεί τους σλαβικούς λαούς και υποστηρίζει την πολιτική ή τα συμφέροντά τους.
[λόγ. Σλάβ(ος δες στο σλαβικός) -ο- + -φιλος]