Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *σκοπία
18 εγγραφές [1 - 10]
-σκοπία [skopía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. έρευνα, εξέταση, παρατήρηση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -σκόπηση1): μετεωρο~, οιωνο~. 2. (ιατρ.) εξέταση που γίνεται στο τμήμα του σώματος που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -σκόπηση2): κρανιο~, ομφαλο~, ουρηθρο~, ωτο~. 3. κινηματογράφηση με τον τρό πο ή το μέσο που δηλώνει ή υπονοεί το α' συνθετικό: βιντεο~, μαγνητο~. 4. επιδίωξη αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: κερδο~.

[λόγ. < αρχ. -σκοπία (< -σκοπ(ῶ) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. ἱερο-σκοπία `μαντεία με εξέταση του θυσιασμένου ζώου΄ & γαλλ. -scopie < αρχ. -σκοπία: φασματο-σκοπία μτφρδ. γαλλ. spectroscopie]

δακτυλοσκοπία η [δaktiloskopía] Ο25 : μέθοδος εξακρίβωσης της ταυτότητας ενός ατόμου με βάση τα δακτυλικά του αποτυπώματα· δακτυλοσκόπηση1.

[λόγ. < γαλλ. dactyloscopie < dactyl- < αρχ. δάκτυλ(ος) -ο- + -scopie = -σκοπία]

διπλοσκοπιά η [δiploskopxá] Ο24 : διπλή σκοπιά, δύο σκοποί σε δύο διαφορετικά σημεία ή δύο σκοποί στην ίδια σκοπιά.

[διπλοσκοπ(ός) -ιά]

εμπυροσκοπία η [embiroskopía] Ο25 : τρόπος μαντείας με βάση την παρατήρηση της καύσης σφαγίων θυσίας ή άλλων πραγμάτων (φύλλων, σπόρων κτλ.)· εμπυρομαντεία.

[λόγ. εμπυροσκόπ(ος) -ία]

ζεσεοσκοπία η [zeseoskopía] Ο25 : μέθοδος προσδιορισμού του σημείου ζέσεως διάφορων ουσιών.

[λόγ. ζεσε- (θ. της λ. ζέσις, σύγκρ. γεν. ζέσεως) -ο- + -σκοπία μτφρδ. διεθ. ebullio `ζέω΄ + -scopy = -σκοπία]

ιεροσκοπία η [ieroskopía] Ο25 : μαντεία, πρόβλεψη του μέλλοντος με βάση την παρατήρηση των θυσιαζόμενων στους θεούς ζώων· ιερομαντία.

[λόγ. < αρχ. ἱεροσκοπία]

καιροσκοπία η [keroskopía] Ο25 : καιροσκοπισμός.

[λόγ. καιροσκόπ(ος) -ία]

κερδοσκοπία η [kerδoskopía] Ο25 : η επιδίωξη με κάθε μέσο κέρδους μεγαλύτερου από το θεμιτό ή το νόμιμο· (πρβ. αισχροκέρδεια).

[λόγ. κερδοσκόπ(ος) -ία]

οιωνοσκοπία η [ionoskopía] Ο25 : η τέχνη του οιωνοσκόπου.

[λόγ. < ελνστ. οἰωνοσκοπία]

ομφαλοσκοπία η [omfaloskopía] Ο25 : 1α. μέθοδος με την οποία προσπαθούσαν να φτάσουν σε θρησκευτική έκσταση παρατηρώντας επί μεγάλο χρονικό διάστημα τον ομφαλό τους. β. μαντική μέθοδος που βασίζεται στην παρατήρηση του ομφάλιου λώρου· ομφαλομαντεία. 2. (μτφ.) η ομφαλοσκόπηση2.

[λόγ. ομφαλ(ός) -ο- + -σκοπία μτφρδ. αγγλ. omphalo skepsis < omphalo- < αρχ. ὀμφαλό(ς) + αρχ. σκέψις `κοίταγμα΄]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες