Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 61 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκαλοπάτι το [skalopáti] Ο44 : ΣYN σκαλί. 1. το καθένα από τα οριζόντια και επάλληλα τμήματα που αποτελούν τη σκάλα. 2. (μτφ.) για διαβάθμιση σε ιεραρχική κλίμακα.
σκαλοπατάκι το YΠΟKΟΡ. [σκαλ(α) -ο- + πατ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.)]
- σκαλτσούνι το [skaltsúni] Ο44 : είδος νηστίσιμου γλυκίσματος, γεμισμένου με καρύδια και σταφίδες και πασπαλισμένου με ζάχαρη άχνη.
[ιταλ. (νότ. διάλ.) calzon(e) -ι με ανάπτ. προτακτ. [s] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: σβόλος - βόλος και τροπή [o > u] από επίδρ. του [n] ή από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ.]
- σκάλωμα το [skáloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκαλώνω.
[σκαλώ(νω) -μα (πρβ. μσν. σκάλωμα `όχθη΄)]
- σκαλώνω [skalóno] Ρ1α μππ. σκαλωμένος : 1. για κτ. που, καθώς κινείται, συγκρατείται από μια προεξοχή, έτσι ώστε να εμποδίζεται ή να ανακόπτεται η πορεία του: Kαθώς έφευγε βιαστικά, σκάλωσε η φούστα της στο τραπέζι. Σκάλωσα σ΄ ένα καρφί κι έσκισα το παντελόνι μου. || H μπάλα σκάλωσε πάνω στο δέντρο. 2. (μτφ., προφ.) εξαιτίας κάποιου κωλύματος, παρεμποδίζεται η παραπέρα πορεία μιας διαδικασίας: Kάπου σκάλωσε η υπόθεση. Σκαλώσαμε στο υπουργείο. Aν σκαλώσεις πουθενά, φώναξέ με, αν δυσκολευτείς σε κάποιο σημείο.
[μσν. *σκαλώνω (πρβ. μσν. σκαλωσία δες στο σκαλωσιά) < σκάλ(α) 1 -ώνω (διαφ. το μσν. σκαλώνω < σκάλα 2)]
- σκαλωσιά η [skalosxá] Ο24 : προσωρινό κατασκεύασμα από οριζόντια και κάθετα στηρίγματα, για οικοδομικές κυρίως εργασίες, για την κατασκευή, την επισκευή ή τη συντήρηση ενός κτιρίου, ενός μνημείου κτλ.· ικρίωμα2: Εργάτης έπεσε από τη ~ και τραυματίστηκε θανάσιμα.
[μσν. σκαλωσία < σκαλωσ- (σκαλώνω) -ία > -ιά]
- συνδιδασκαλία η [sinδiδaskalía] Ο25 : διδασκαλία στον ίδιο χώρο και με τον ίδιο διδάσκοντα σε δύο ή σε περισσότερα τμήματα ή σε δύο ή σε περισσότερες τάξεις.
[λόγ. συν- διδασκαλία]
- φουσκάλα η [fuskála] Ο25 : 1. κύστη του δέρματος που περιέχει υγρό ή πύον· φλύκταινα: Tα χέρια του, αμάθητα στο σκάψιμο, γέμισαν φουσκά λες. 2. φυσαλίδα.
[φούσκ(α) -άλα]
- φουσκαλιάζω [fuskalázo] Ρ2.1α μππ. φουσκαλιασμένος : εμφανίζω, γεμίζω φουσκάλες: Tο δέρμα του φουσκαλιάζει από την αλλεργία. Φουσκαλιασμένα χέρια / πόδια.
[φουσκάλ(α) -ιάζω (πρβ. μσν. φουσκαλίζω)]
- φουσκάλιασμα το [fuskálazma] Ο49 : ο σχηματισμός κύστεων, φλυκταινών στο δέρμα.
[φουσκαλιασ- (φουσκαλιάζω) -μα]
- χοροδιδασκαλείο το [xoroδiδaskalío] Ο39 : (παρωχ.) σχολή χορού.
[λόγ. χοροδιδάσκαλ(ος) -είον]



