Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *πφ*
3 εγγραφές [1 - 3]
πφένιχ το [pfénix] Ο (άκλ.) : νομισματική μονάδα που αντιστοιχεί με το ένα εκατοστό του γερμανικού μάρκου.

[λόγ. < γερμ. Ρfennig]

σάπφειρος ο [sápfiros] Ο19 : (λόγ.) ζαφείρι.

[λόγ. < ελνστ. σάπφειρος (δες στο ζαφείρι)]

σαπφικός -ή -ό [sapfikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αρχαία ποιήτρια Σαπφώ: ~ στίχος. Σαπφικά ποιήματα.

[λόγ. < ελνστ. Σαπφικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες