Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλογόμυγα η [aloγómiγa] Ο27α : έντομο που με τα τσιμπήματά του ενοχλεί τα άλογα και άλλα ζώα. ΦΡ μας γέμισε αλογόμυγες, για ενοχλητικά λόγια ή πράξεις. τον τσίμπισε* ~.
[αλογο- + μύγα (πρβ. ελνστ. ἀλογομυῖα ίδ. σημ.)]
- κρεατόμυγα η [kreatómiγa] Ο27α : μεγάλη μύγα που μολύνει το κρέας, γεννώντας εκεί τα αυγά της.
[κρεατο- + μύγα]
- μύγα η [míγa] Ο25 : 1. μικρό μαυριδερό έντομο με δύο φτερά και έξι πόδια, που ζει κυρίως σε κατοικημένους χώρους: Διώχνω τις μύγες. Σκεπάζει τα φαγητά για να τα προφυλάξει από τις μύγες. (έκφρ.) σαν τις μύγες, για μεγάλο πλήθος ανθρώπων: Πεθαίνουν / σκοτώνονται σαν τις μύγες. σαν τις μύγες στο σκατό, για πολλούς ανθρώπους που προσπαθούν να επωφεληθούν από κτ. ή να συμμετάσχουν σε κτ. κολλώ σαν τη ~ (μες) στο μέλι, για άνθρωπο που προσκολλάται σε κτ. ευχάριστο. βλέπω κπ. σαν ~, τον θεωρώ πολύ κατώτερό μου, τον περιφρονώ. όσο πατάει* το πόδι της μύγας. ΦΡ (δε δέχεται / δε σηκώνει) ~ στο σπαθί του, δεν ανέχε ται την παραμικρή ενόχληση. τον τσίμπησε* (η) ~ / αλογόμυγα. βγάζει από τη ~ ξίγκι*. σαν τη ~ μες στο γάλα*. χάφτω* μύγες. βαράω / σκοτώ νω μύγες, περνάω τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτα. ΠAΡ Θα φάει η ~ σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, για επικείμενη καταστρεπτική σύγκρουση ανθρώπων, ιδίως καβγά ή πόλεμο. Nα ΄σαι καλά τον Aύγουστο που ΄ναι παχιές οι μύγες, σκωπτικά, ως υπόσχεση σε κπ. ότι η κατάστασή του θα βελτιωθεί. Όποιος έχει τη ~ μυγιάζεται*. || (αθλ.): Kατηγορία μύγας, στην πυγμαχία. 2. ονομασία για άλλα έντομα που μοιάζουν με τη μύγα: ~ τσε τσε. Xρυσή ~.
μυγάκι το YΠΟKΟΡ μικρή μύγα ή μικρό έντομο που μοιάζει με μύγα. μυγούλα η YΠΟKΟΡ μικρή μύγα. μυγίτσα η YΠΟKΟΡ μικρή μύγα. [μσν. μύγα < ελνστ. μῦα (ανάπτ. [γ] για αποφυγή της χασμ.) < αρχ. μυῖα (μονοφθογγισμός [yι > y] )]
- σκατόμυγα η [skatómiγa] Ο27 : είδος μεγάλης μύγας που τρέφεται με περιττώματα. || χαρακτηρισμός κάθε μύγας, για να δηλώσουμε την αποστροφή μας προς ένα έντομο που το θεωρούμε βρομερό.
[σκατο- + μύγα]
- τυφλόμυγα η [tiflómiγa] Ο27α : ομαδικό παιδικό παιχνίδι, στο οποίο ένας από τους παίκτες, με δεμένα μάτια, προσπαθεί να πιάσει κάποιον από τους υπόλοιπους και ψηλαφώντας τον να τον αναγνωρίσει.
[τυφλ(ός) -ο- + μύγα μτφρδ. ιταλ. mosca cieca(;)]
- χρυσόμυγα η [xrisómiγa] Ο27 : κολεόπτερο έντομο με φτερά που χρυσίζουν.
[χρυσο- + μύγα]



