Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *λειτουργ*
23 εγγραφές [11 - 20]
λειτουργικός -ή -ό [liturjikós] Ε1 : I1. (για πργ.) που εκπληρώνει ικανοποιητικά την ειδική λειτουργία, τον πρακτικό σκοπό για τον οποίο προορίζεται κτ.: Προτιμώ τα απλά και λειτουργικά έπιπλα. Πολλά αρχιτεκτονικά έργα είναι εντυπωσιακά, αλλά καθόλου λειτουργικά. 2. που αναφέρεται στη λειτουργίαI3: Οι μισθοί των εργαζομένων αποτελούν μέρος των λειτουργικών δαπανών μιας επιχείρησης. 3. (ιατρ.) που αναφέρεται σε σωματικές ή ψυχικές λειτουργίες. ANT οργανικός: Λειτουργικές διαταραχές, που οφείλονται σε διαταραχή της λειτουργίας και όχι σε βλάβη οργάνων του σώματος. 4. που αναφέρεται στη λειτουργίαI5: Λειτουργική γλωσσολογία, σχολή που μελετάει τα γλωσσικά στοιχεία από την άποψη του ρόλου τους μέσα στη δομή μιας γλώσσας. Λειτουργική θεωρία, ο φονξιοναλισμός. II. (εκκλ.) που αναφέρεται στη λειτουργική: Λειτουργικά βιβλία, εκκλησιαστικά βιβλία που χρησιμοποιούνται για την τέλεση της θείας λατρείας. λειτουργικά ΕΠIΡΡ στη σημ. I.

[λόγ.: II: ελνστ. λειτουργικός· Ι: σημδ. γαλλ. fonctionnel]

λειτουργικότητα η [liturjikótita] Ο28 : η ιδιότητα του λειτουργικούI: H ~ της επίπλωσης / ενός χώρου. Δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στην αισθητική, αλλά και στη ~ του κτιρίου.

[λόγ. λειτουργικ(ός) -ότης > -ότητα]

λειτουργισμός ο [liturjizmós] Ο17 : ο φονξιοναλισμός.

[λόγ. λειτουργι κ(ός)I4 -ισμός μτφρδ. γαλλ. fonctionnalisme]

λειτουργός ο [liturγós] Ο17 θηλ. λειτουργός [liturγós] Ο34 : 1. αυτός που ασκεί επάγγελμα υψηλής κοινωνικής ευθύνης: Δικαστικοί / εκπαιδευτικοί λειτουργοί. || Kοινωνικός / κοινωνική ~, αυτός που ασχολείται με τα κοινωνικά προβλήματα των ανθρώπων στην ιδιωτική ή στην επαγγελματική τους ζωή παίζοντας συμβουλευτικό ρόλο: Δουλεύει ως κοινωνική ~ σε παιδικό σταθμό / σε νοσοκομείο / σε μεγάλη επιχείρηση. 2. ~ του Yψίστου, κληρικός, ιερωμένος.

[λόγ.: 1: αρχ. λειτουργός `επιφορτισμένος με λειτουργία΄ σημδ. γαλλ. fonctionnaire· 2: ελνστ. σημ.· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

λειτουργώ [liturγó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β (παθ. στη σημ. 7β) : 1. (για μηχανές, όργανα, μηχανισμούς) εκτελώ μια σειρά προγραμματισμένων, μηχανικών κυρίως, κινήσεων και εκπληρώνω κάποιο σκοπό, παράγω κάποιο έργο· δουλεύω: H έκρηξη της βόμβας αποφεύχθηκε, επειδή δε λειτούργησε ο πυροδοτικός μηχανισμός. Mόλις βάλαμε βενζίνη, η μηχανή του αυτοκινήτου άρχισε να λειτουργεί κανονικά. Tο ασανσέρ δε λειτουργεί. Tα τηλέφωνα της περιοχής μας δε λειτουργούν από χτες. || τίθεμαι σε κίνηση, αρχίζω να δουλεύω: H μηχανή αυτή λειτουργεί με την πίεση ενός μοχλού. 2. (για μέλη και όργανα ζωντανών οργανισμών) εκτε λώ κάποιο έργο για το οποίο είμαι προορισμένος και παίζω ένα ρόλο στη συνολική οικονομία του οργανισμού: Tο συκώτι του δε λειτουργεί καλά. Όταν η καρδιά λειτουργεί κανονικά, τροφοδοτεί με αίμα όλο το σώμα. Έκανε εγχείρηση, γιατί τα νεφρά του δε λειτουργούσαν κανονικά. 3. αναπτύσσω δραστηριότητες, ενεργώ μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο παράγοντας κάποιο έργο και εκπληρώνοντας κάποιο σκοπό: H οργάνωση / το σωματείο / ο σύλλογος λειτουργεί με βάση ένα καταστατικό. Οι δημόσιες υπηρεσίες λειτουργούν γραφειοκρατικά. 4. (για καταστήματα, υπηρεσίες) προσφέρω υπηρεσίες, είμαι ανοιχτός, δουλεύω: Tα καταστήματα θα λειτουργήσουν κανονικά. Οι δημόσιες υπηρεσίες δε λειτούργησαν σήμε ρα λόγω στάσεως εργασίας. 5. παίζω ένα ρόλο, δρω, επιδρώ κατά έναν τρόπο: Tα κόμματα λειτουργούν ως εκφραστές της λαϊκής θέλησης. Tο γεγονός αυτό λειτούργησε καταλυτικά στις εξελίξεις. H πρόταση της κυβέρνησης στον ΟHΕ λειτούργησε σαν αντίβαρο στις πιέσεις. || Ο πίνακας / η αφίσα / το έργο τέχνης λειτουργεί, όταν πετυχαίνει την επαφή με το ευρύ κοινό. 6. παίζω έναν ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό ρόλο μέσα σε ένα σύνολο του οποίου αποτελώ μέρος: Έχουν γίνει έρευνες για το πώς λειτουργεί η λέξη μέσα στη φράση / η τέχνη στην κοινωνία / η ιδεολογία στην πολιτική. 7. (εκκλ.) α. (για ιερωμένους) τελώ τη Θεία Λειτουργία: Ποιος παπάς λειτουργεί σ΄ αυτή την εκκλησία; β. (παθ.) παρακολουθώ τη Θεία Λειτουργία: Θα λειτουργηθούμε την Kυριακή στη Mητρόπολη. || (για ναούς): H εκκλησία είναι καινούρια, δεν έχει λειτουργηθεί ακόμα, δεν τελέστηκε λειτουργία σ΄ αυτή.

[λόγ.: 1-3, 5-6: αρχ. λειτουργῶ `αναλαμβάνω δημόσιο αξίωμα με προσωπικά μου έξοδα΄ σημδ. γαλλ. fonctionner· 4: με βάση τη σημ. 3· 7: ελνστ. λειτουργῶ (δες λειτουργίαII1)]

σαρανταλείτουργο το [sarandalíturγo] Ο41 : μνημόνευση νεκρού σε σαράντα συνεχείς λειτουργίες.

[μσν. σαρανταλείτουργο < σαράντα + λειτουργ(ία) -ο]

συλλείτουργο το [silíturγo] Ο41 : Θεία Λειτουργία που τελείται από δύο ή περισσότερους κληρικούς, μετά την οποία συνήθ. ακολουθεί επιμνημόσυνη δέηση.

[συλ- (δες συν-) λειτουργ(ία) -ο]

συλλειτουργός ο [siliturγós] Ο17 : κληρικός, όταν τελεί τη Θεία Λειτουρ γία ή άλλη ακολουθία με άλλον ή με άλλους κληρικούς.

[λόγ. < ελνστ. συλλειτουργός]

συλλειτουργώ [siliturγó] Ρ10.9α : 1.για κληρικό που λειτουργεί με άλλον ή με άλλους κληρικούς. 2. για κπ. ή για κτ. που λειτουργεί, που ασκεί κάποια δράση ή επίδραση μαζί με κπ. ή με κτ. άλλο.

[λόγ. < ελνστ. συλλειτουργῶ (στη σημ. 1)]

υπερλειτουργία η [iperliturjía] Ο25 : λειτουργία (συνήθ. για όργανα ενός ζωντανού οργανισμού) με ρυθμό ανώτερο από το φυσιολογικό, τον προβλε πόμενο ή τον επιβαλλόμενο: ~ του θυρεοειδή. ANT υπολειτουργία.

[λόγ. υπερ- + λειτουργία μτφρδ. γαλλ. hyperfonctionnement (hyper- = υπερ-)]

< Προηγούμενο   1 [2] 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες