Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 42 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -κοπώ [kopó] & -άω & με τύπο αποθετικού ρήματος -ιέμαι : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα. I. επιτείνει τη σημασία του ρηματικού μέρους του α' συνθετικού ή δηλώνει συνεχή επανάληψη από μέρους του υποκειμένου της ενέργειας που υπαινίσσεται το α' συνθετικό: αστραφτο~, βροντο~, γλεντο~, γυαλο~, ιδρο~, μεθο~ και μεθοκοπάω· ξυλο~· φαντασιο~, χρεο~. || (σε αποθετικά ρήματα) σταυροκοπιέμαι, ζεστοκοπιέμαι. II. (συνήθ. λαϊκότρ.) δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κόβει, σπάει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: βολο~, χορτο~.
[μσν. μετουσ. επίθημα -κοπώ < -κόπ(ος) -ώ ως β' συνθ.: μσν. ραβδο-κοπώ `χτυπώ συνεχώς με ραβδί΄]
- -σκοπώ [skopó] : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος: 1. εξετάζει ή παρατηρεί αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: βυθο~. 2. εξετάζει ή παρατηρεί με το όργανο ή το μέσο που εκφράζει το α' συνθετικό: ακτινο~. || κυριολεκτικά και μεταφορικά: βολιδο~. 3. κινηματογραφεί με τον τρόπο ή το μέσο που δηλώνει ή υπονοεί το α' συνθετικό: βιντεο~, μαγνητο~. 4. επιδιώκει αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: κερδο~.
[λόγ.: 1: αρχ. -σκοπῶ < αρχ. ρ. σκοπῶ ως β' συνθ.: αρχ. οἰωνο-σκοπῶ `μαντεύω με βάση το πέταγμα πουλιών΄· 4: ελνστ. σημ.: ελνστ. καιρο-σκοπῶ· 2, 3: με βάση τα -σκόπησις, -σκόπιον < γαλλ. -scopie, -scope: μαγνητο-σκοπώ < μαγνητο-σκόπησις < γαλλ. magnétoscope]
- ακτινοσκοπώ [aktinoskopó] Ρ10.9α : (ιατρ.) εξετάζω με ακτινοσκόπηση.
[λόγ. ακτινοσκόπ(ησις) -ώ (αναδρ. σχημ.)]
- ανασκοπώ [anaskopó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω ανασκόπηση.
[λόγ. < αρχ. ἀνασκοπῶ `εξετάζω καλά, λογαριάζω περασμένα γεγονότα΄ σημδ. γαλλ. réviser & αγγλ. review]
- αποσκοπώ [aposkopó] Ρ10.9α : για πρόσωπο που ενεργεί έχοντας ένα συγκεκριμένο σκοπό ή για ενέργεια που τείνει προς το σκοπό αυτό· έχω ως σκοπό, αποβλέπω1: Δεν ξέρω πού αποσκοπεί, όταν κάνει αυτές τις δηλώσεις. Προσφέρει τις υπηρεσίες του στην κοινωνία χωρίς να αποσκοπεί σε κτ., σε ανταμοιβή ή σε αναγνώριση. H πολιτική που ακολουθούμε αποσκοπεί στην αξιοποίηση όλων των φυσικών πόρων της χώρας.
[λόγ. < αρχ. ἀποσκοπῶ]
- αφροκοπώ [afrokopó] & -άω Ρ10.1α : (λογοτ., λαϊκότρ.) αφρίζω υπερβολικά, κυρίως για τη θάλασσα.
[αφρ(ός) -ο- + -κοπώ]
- βιντεοσκοπώ [videoskopó] -ούμαι Ρ10.9 : κινηματογραφώ με βιντεοκάμερα.
[λόγ. βίντε(ο) -ο- + -σκοπώ]
- βολιδοσκοπώ [voliδoskopó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. εξετάζω, διερευνώ (μια κατάσταση, μια υπόθεση) για να σχηματίσω όσο το δυνατό πληρέστερη εικόνα, πριν πάρω αποφάσεις ή πριν προβώ σε ενέργειες: Bολιδοσκόπησα την κατάσταση κι αποφάσισα να προχωρήσω. || (ειδικότ. για πρόσ.) προσπαθώ να διαγνώσω τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις προθέσεις κάποιου χωρίς να αποκαλύπτω ευθέως τις δικές μου: Tον βολιδοσκόπησαν για τη θέση του διευθυντή. 2. μετρώ, εξετάζω το βυθό της θάλασσας με βολίδα.
[λόγ. < αρχ. βολιδ- (βολίς) `βαρίδι για μέτρημα κτλ.΄ (δες στο βολίδα) -ο- + -σκοπώ απόδ. γαλλ. sonder]
- βολοκοπώ [volokopó] -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β : (λαϊκότρ.) σβαρνίζω.
[αρχ. βωλοκοπῶ (ορθογρ. απλοπ.)]
- βρομοκοπάω [vromokopáo] & -ώ Ρ10.1α : αναδίδω έντονα δυσάρεστη και βαριά οσμή: Bρομοκοπάς ιδρωτίλα / κρασί / σκόρδο. Bρομοκόπησε ο τόπος από τις αναθυμιάσεις.
[βρομο- + -κοπώ]



