Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 79 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακακοκάρδιστος -η -ο [akakokárδistos] Ε5 : που δεν είναι κακοκαρδισμένος.
[α- 1 κακοκαρδισ- (κακοκαρδίζω) -τος]
- ακαρδία η [akarδía] Ο25 : (ιατρ.) έλλειψη καρδιάς σε θνησιγενές δίδυμο νεογνό.
[λόγ. < γαλλ. acardie < a- = α- 1 + αρχ. καρδ(ία) -ie = -ία]
- άκαρδος -η -ο [ákarδos] Ε5 : που δεν αισθάνεται συμπόνια για το συνάνθρωπό του, που είναι σκληρός και άσπλαχνος.
[μσν. άκαρδος < α- 1 καρδ(ιά) -ος (διαφ. το ελνστ. ἀκάρδιος `χωρίς καρδιά, δειλός)]
- ανοιχτόκαρδος -η -ο [anixtókarδos] Ε5 : που έχει χαρακτήρα ευδιάθετο, εύθυμο, ευπροσήγορο: Aνοιχτόκαρδη γυναίκα / παρέα. || Aνοιχτόκαρδες κουβέντες. Aνοιχτόκαρδο γέλιο.
ανοιχτόκαρδα ΕΠIΡΡ. [ανοιχτο- + καρδ(ιά) -ος]
- αποκαρδιώνω [apokarδióno] -ομαι Ρ1 : κάνω κπ. να χάσει το θάρρος, το κουράγιο, το ηθικό του· απογοητεύω. ANT εγκαρδιώνω: Οι συνεχείς ατυχίες αποκαρδίωσαν τους παίκτες της εθνικής ομάδας. Έφυγα αποκαρδιωμένος από το θέαμα.
[λόγ. απο- καρδί(α) -ώνω μτφρδ. αγγλ. dishearten]
- αποκαρδίωση η [apokarδíosi] Ο33 : 1.το αποτέλεσμα του αποκαρδιώνω. ANT εγκαρδίωση. 2. η κατάσταση που χαρακτηρίζει τον αποκαρδιωμένο· αποθάρρυνση, απογοήτευση: H αποκαρδίωσή του δεν περιγράφεται.
[λόγ. αποκαρδιω- (δες αποκαρδιώνω) -σις > -ση]
- αποκαρδιωτικός -ή -ό [apokarδiotikós] Ε1 : που προξενεί αποθάρρυνση, απογοήτευση. ANT εγκαρδιωτικός: H ποιότητα της παράστασης ήταν αποκαρδιωτική. Θέαμα αποκαρδιωτικό.
αποκαρδιωτικά ΕΠIΡΡ: Tο αποτέλεσμα των συνομιλιών ήταν ~ πενιχρό. [λόγ. αποκαρδιω- (δες αποκαρδιώνω) -τικός]
- βαρυκαρδίζω [varikarδízo] Ρ2.1α : (λογοτ.) στενοχωρώ κπ. πολύ.
[μσν. βαρυκαρδίζω < βαρύκαρδ(ος < βαρυ- + καρδ(ιά) -ος) -ίζω]
- βραδυκαρδία η [vraδikarδía] Ο25 : (ιατρ.) η επιβράδυνση των παλμών της καρδιάς. ANT ταχυκαρδία.
[λόγ. < νλατ. bradycardia < brady- = βραδυ- + αρχ. καρδ(ία) -ία]
- γκαρδιακός -ή -ό [garδjakós] Ε1 : συνήθ. ~ φίλος, πολύ στενός και αγαπημένος, επιστήθιος. || (λογοτ.) εγκάρδιος: Γκαρδιακές ευχές.
γκαρδιακά ΕΠIΡΡ: Σε χαιρετίζω ~. [μσν. (ε)γκαρδιακός (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < αρχ. ἐγκάρδι(ος) -ακός]



