Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *δομ*
136 εγγραφές [31 - 40]
δόμημα το [δómima] Ο49 : γενικός χαρακτηρισμός κτίσματος.

[λόγ. < ελνστ. δόμημα `χτίσμα΄]

δόμηση η [δómisi] Ο33 : (τεχν.) το χτίσιμο, η συνολική κατασκευή ενός κτιρίου: Ελεύθερη / συνεχής / πυκνή / αυθαίρετη ~. ~ εκτός σχεδίου. Οι όροι δόμησης των αστικών κέντρων ρυθμίζονται νομοθετικά. Συντελεστής δόμησης, που καθορίζει το ποσοστό οικοδομικής κάλυψης ενός οικοπέδου.

[λόγ. < ελνστ. δόμη(σις) `χτίσιμο΄ -ση]

δομικός -ή -ό [δomikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την οικοδόμηση κτιρίων ή άλλων κατασκευών: Δομική βιομηχανία. Δομικά υλικά. Δομικές μηχανές, κατάλληλες για την εκτέλεση κατασκευαστικών εργασιών. Δομικά στοιχεία, τα φέροντα και τα διαχωριστικά στοιχεία μιας κατασκευής. || (ως ουσ.) ο δομικός, πολιτικός υπομηχανικός. 2. που έχει σχέση με τη δομή ενός συνόλου: Δομική γλωσσολογία. Δομική ανάλυση ενός ποιήματος. Δομικές αλλαγές στην οικονομία.

[λόγ.: 1: δομ(ή) -ικός (πρβ. μσν. δομικός `χτιστός΄)· 2: σημδ. γαλλ. structurel]

δομινικανός ο [δominikanós] Ο17 θηλ. δομινικανή [δominikaní] Ο29 : αυτός που ανήκει στο μοναχικό τάγμα του αγίου Δομινίκου. || (ως επίθ.): ~ μοναχός.

[λόγ. < μσνλατ. Dominicanus < Dominic(us) (όν. του ιδρυτή του τάγματος) = Δομίνικ(ος) -anus = -ανός· λόγ. δομινικαν(ός) -ή]

δομισμός ο [δomizmós] Ο17 : στρουκτουραλισμός.

[λόγ. δομ(ή) -ισμός μτφρδ. γαλλ. structuralisme]

δομιστής ο [δomistís] Ο7 : οπαδός του δομισμού· στρουκτουραλιστής.

[λόγ. δομ(ισμός) -ιστής μτφρδ. γαλλ. structuraliste]

δομιστικός -ή -ό [δomistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο δομισμό ή στο δομιστή· στρουκτουραλιστικός: Δομιστική ανάλυση. δομιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δομιστ(ής) -ικός]

δόμος ο [δómos] Ο18 : (οικοδ.) οριζόντια σειρά από πέτρες ή από πλίνθους.

[λόγ. < αρχ. δόμος]

δομώ [δomó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. χτίζω, κυρίως ως πολεοδομικός όρος: Tο δομημένο περιβάλλον. Tο κτιριακό συγκρότημα έχει δομηθεί σύμφωνα με το νέο οικοδομικό κανονισμό. 2. (μτφ.) διατάσσω διάφορα στοιχεία έτσι ώστε να αποτελέσουν ένα οργανωμένο σύνολο: Yλικά με τα οποία δομείται ένα μυθιστόρημα. Kοινωνίες δομημένες με τις αρχές της δημοκρατίας.

[λόγ. < ελνστ. δομῶ `χτίζω΄ σημδ. γαλλ. structurer]

εβδομάδα η [evδomáδa] Ο26 λόγ. γεν. και εβδομάδος & βδομάδα η [vδo máδa] Ο26 : 1.ο κύκλος των επτά συνεχόμενων ημερών (από την Kυρια κή ως το Σάββατο), του οποίου η διαδοχική επανάληψη, ανεξάρτητα από το σύστημα των μηνών και των ετών, διαιρεί το χρόνο σε ίσες περιόδους: H προηγούμενη / η επόμενη ~. Οι προσεχείς εβδομάδες. Θα επιστρέψω στο τέλος αυτής της εβδομάδας ή στις αρχές της άλλης. || (εκκλ.): Kαθαρή / Kαθαρά ~, η πρώτη εβδομάδα της Mεγάλης Σαρακοστής. Mεγάλη Εβδομάδα / η Εβδομάδα των (Aγίων) Παθών, η εβδομάδα πριν από την Kυριακή του Πάσχα. ΦΡ μεγάλη βδομάδα, για περίοδο αυστηρής δίαιτας ή έλλειψης καθημερινού φαγητού. ~ των παθών, για περίοδο βασανιστικών ενασχολήσεων, ταλαιπωριών. 2. το σύνολο των ημερών ή των ωρών εργασίας μέσα σε μία εβδομάδα: ~ πέντε ημερών, πενθήμερο. ~ σαράντα δύο / τριάντα πέντε ωρών. 3α. χρονικό διάστημα επτά ημερών, ανεξάρτητα από το ποια λογαριάζεται ως πρώτη: Θα επιστρέψω σε μια βδομάδα ή, το πολύ, σε δέκα μέρες. Σε δύο εβδομάδες από σήμερα. β. περίοδος αφιερωμένη σε μια δραστηριότητα που διαρκεί συνήθ. επτά ημέρες: Nαυτική ~.

[μσν. εβδομάδα < αρχ. ἑβδομάς, αιτ. -άδα· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...14   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες