Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %-
545 εγγραφές [1 - 10]
-ο- [o] & -ό- [ó] : συνθετικό (ή συνδετικό) φωνήεν της νέας ελληνικής το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα στα δύο συνθετικά των σύνθετων λέξεων. 1. σε παρατακτικά σύνθετα: κωμικ-ο-τραγικός, αντρ-ό-γυνο. 2. σε προσ διοριστι κά σύνθετα: αγρι-ο-περίστερο, ροδ-ο-κόκκινος, ανεμ-ό-μυλος. 3. σε κτητικά σύνθετα: γαλαν-ο-μάτης, καλ-ό-καρδος. 4. σε αντικειμενικά σύνθετα: ζαχαρ-ο-πλάστης, λιγ-ό-φαγος.

[αρχ. συνδετικό φων. -ο-, -ό-, με βάση το τελ. φων. ουσ. και επιθ. με θ. σε -ο ως α' συνθετικών και επέκτ. σε λ. με διαφορετικό θ.: αρχ. δημο-κρατία, ἀγριό-φωνος, νυκτ-ο-φύλαξ]

α- 1 [a] & αν- 1 [an], συνήθ. πριν από φωνήεν & ά- [á] ή άν- [án], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα & ανα- 1 [ana] ή ανά- [aná], μερικές φορές πριν από σύμφωνο & (σπάν., λαϊκότρ.) ανε- [ane] ή ανέ- [ané] & ανη- [ani] ή ανή- [aní], αναλογικά προς λέξεις που άρχιζαν από α, ε, η : στερητικό πρόθημα. 1. δηλώνει: α. (σε επίθετα) το αντίθετο από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αβέβαιος, άκακος, αναρμόδιος, ανάφαγος, ανέμελος, ανεπίσημος, ανέξοδος, ανεύθυνος, ανήλικος, ανήμπορος, ανήξερος, ανήψητος, ανηπρόκοπος, άηχος, άοπλος, άοσμος, αόρατος, άυλος, άυπνος. || σε ρηματικά επίθετα σε -τος ενεργητικής σημασίας: ανάρμοστος, ανόρεχτος· παθητικής σημασίας: αβασάνιστος, ανεξέλεγκτος· ενεργητικής και παθητικής σημασίας: απλήρωτος, αφάγωτος· χωρίς διάκριση της απλής άρνησης από την έλλειψη δυνατότητας: αδικαιολόγητος, αλογάριαστος, που δε δικαιολογήθηκε / λογαριάστηκε, αλλά και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί / να λογαριαστεί. β. (σε ουσιαστικά) την έλλειψη, την απουσία της κατάστασης που εκφράζει ή υπονοεί η πρωτότυπη λέξη: αλάθητο, αναβροχιά, ανελευθερία, ανεμελιά, ανεντιμότητα, ανευθυνότητα, απλυσιά, αρρυθμία, αχαριστία. γ. (σε ρήματα) αντίθεση προς αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αδυνατώ, ατυχώ. 2. (προφ.) σε φράση που αποτελείται από ουσιαστικό και επίθετο (παράγωγο από την ίδια ρίζα) αναιρεί, καταργεί αυτό που προβάλλει ως θετικό το ουσιαστικό της φράσης: βίος αβίωτος· γάμος άγαμος· δώρο άδωρο. 3. πλεοναστικό πριν από επίθετα που αρχίζουν από το στερητικό ξε-: αξεσκέπαστος, αξεβούλωτος.

[αρχ. στερ. πρόθημα ἀν- συνήθ. πριν από φων.: αρχ. ἀν-άξιος & ἀ- πριν από σύμφ.: αρχ. ἀ-δάκρυτος, σπάν. το αντ.: αρχ. ἀ-όρατος (αρχικά παρήγε μεταρ. επίθ.: αρχ. ἀ-δάκρυτος, αλλά επεκτάθηκε στην παραγωγή και άλλων επιθ.: αρχ. ἄ-μοιρος, ἀ-σεβής και τελικά στην παραγωγή ουσ.: νεοελλ. α-λυγισ-ιά) & λόγ. < διεθ. a-, an- < λατ. a-, an- < αρχ. ἀ-, ἀν-: α-λογικός, αν-αερόβιος < γαλλ. alogique, anaérobie· ανα-: μσν. ανα-: μσν. ανά-λουστος `άλουστος΄, επέκτ. από επίθ. που άρχιζαν με α-: αρχ. ἀν-αμάρτητος ή με επανάληψη του αρνητικού: αν-ά-λουστος· ανε-: μσν. ανε-: μσν. ανέ-γνοιαστος, επέκτ. από επίθ. που άρχιζαν με ε-: ελνστ. ἀν-έξοδος· ανη-: επέκτ. από επίθ. που άρχιζαν με η-: αρχ. ἀν-ήκουστος, μσν. αν-ήμπορος (< μσν. ημπορώ) με νέα ανάλ. ανη-, με βάση τον τ. μπορώ, νεοελλ. ανη-πρόκοπος `ανεπρόκοπος΄]

αγαθο- [aγaθo] & αγαθό- [aγaθó], όταν ο τόνος κατά τη σύνθεση ανεβαίνει στο α' συνθετικό : I.το επίθ. αγαθός ως α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους: αγαθόπιστος, ~πιστία. || ~φέρνω· (βλ. -φέρνω 1). 2. σε κτητικά σύνθετα επίθετα· (πρβ. καλο-): αγαθόγνωμος. || κάποτε μειωτικά και με συμπάθεια από μέρους του ομιλητή: αγαθόψυχος. II. το ουσ. αγαθό ως α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα: ~εργός, ~ποιός.

[Ι: θ. του επιθ. αγαθ(ός) (< αρχ. ἀγαθός) -ο- ως α' συνθ.· ΙΙ: λόγ. < αρχ. ἀγαθο- θ. του επιθ. ἀγαθό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἀγαθο-εργία, ελνστ. ἀγαθο-ποιός]

αγγειο- 2 & αγγει- [ani], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (επιστ.) το ουσ. αγγείο 2 ως α' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα ουσιαστικά και σε επίθετα: αγγειέμφραξη, ~σκλήρυνση, ~στένωση, ~τομία, ~χειρουργική· ~διασταλτικός, ~κινητικός.

[λόγ. < διεθ. angi(o)- < αρχ. θ. ἀγγει(ο)- του ουσ. ἀγγεῖο(ν) (δες αγγείο 2) ως α' συνθ.: αγγειο-γραφία < γαλλ. angio graphie, αγγειο-σπασμός μτφρδ. διεθ. vasospasm]

αγγελο- [anelo] & αγγελό- [aneló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις και τα παράγωγά τους. 1. με αναφορά στους αγγέλους της εκκλησίας: ~προστασία, ~ΰμνητος. 2. για να προσδιορίσει αυτόν που μοιάζει με άγγελο, που έχει την ωραιότητα ή τις ψυχικές αρετές του αγγέλου: ~καμωμένος, ~στολισμένος. || ~βάλσαμο, αγγελικό βάλσαμο. || σε κτητικά σύνθετα επίθετα: ~μάτης, ~πρόσωπος, αγγελόψυχος, αυτός που έχει όμορφα, αγγελικά μάτια, πρόσωπο, ψυχή. 3. (συνήθ. λαϊκότρ.) με αναφορά στην επιθανάτια αγωνία του ανθρώπου, στο ψυχορράγημα: ~κρούω, ~σκιάζομαι· αγγελόκρουσμα.

[μσν. αγγελο- θ. του ουσ. άγγελ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. αγγελό-μορφος]

αγγλο- [aŋglo] & αγγλό- [aŋgló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στους κατοίκους της Aγγλίας, στους Άγγλους και γενικότερα στους κατοίκους της M. Bρετανίας, τους Bρετανούς: αγγλόφωνος, αγγλόφιλος. || σε παρατακτικά σύνθετα: ~γερμανικός πόλεμος, πόλεμος μεταξύ Άγγλων και Γερμανών.

[λόγ. θ. του ουσ. Άγγλ(ος) -ο-]

Aγια- [aja] (άκλ.) : (προφ., λαϊκότρ.) άτονη προτακτική λέξη ως α' συνθετικό σε χαλαρά σύνθετα θηλυκά κύρια ονόματα αγίων· ακολουθείται από το ενωτικό (-)· (πρβ. Aϊ-): Aγια-Kυριακή, Aγια-Mαρίνα. || για την εκκλησία, τη γύρω περιοχή ή σε τοπωνύμια: Mένει στην Aγια-Σοφιά.

[θηλ. του ουσ. άγιος, με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα (σύγκρ. Aϊ-)]

αγιο- [ajo] ή [ajio] (στη σημ. 2) & αγιό- [ajó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αγι- [aji], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : 1.το επίθ. άγιος ως α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά και επίθετα: α. προσδιοριστικά: αγιάγκαθο, ~βότανο, ~κέρι, αγιόξυλο, αγιόχερο. || Aγιοβήμα· ~βασιλιάτικος, ~δημητριάτικος, ~ταφίτικος (από Άγιος Bασίλης κτλ.). β. κτητικά: αγιόψυχος, ~χώματος (ευχετικό σύνθετο). 2. το ουσιαστικοποιημένο επίθ. άγιος ως α' συνθετικό σε αντικειμενικά σύνθετα ουσιαστικά: ~γράφος.

[μσν. αγι(ο)- θ. του επιθ. άγι(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. αγιο-κέρι]

αγκαθο- [aŋgaθo] & αγκαθό- [aŋgaθó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. αγκάθι ως α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα ονόματα: α. φυτών: αγκαθόκτενο, ~λάπαθο, ~ροδιά. β. ζώων: αγκαθόχοιρος. 2. σε προσδιοριστικά σύνθετα ουσιαστικά: αγκαθότοπος.

[θ. του ουσ. αγκάθ(ι) -ο-]

αγκυλο- [anilo] & αγκυλό- [aniló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (συνήθ. επιστ.) το επίθ. αγκύλος ως α' συνθετικό σε σύνθετες επιστημονικές λέξεις: (ζωολ.) αγκυλόσαυρος· (βοτ.) αγκυλόκλαδος· (ιατρ.) ~γλωσσία, ~ρρινία.

[λόγ. < νλατ. ankylo- < αρχ. επίθ. ἀγκύλο(ς) ως α' συνθ.: αγκυλό-σαυρος < νλατ. ankylosaur(ia) -ος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...55   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες