Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 46.747 εγγραφές [271 - 280] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ίνα 2 : (προφ.) επίθημα για την απόδοση στη νέα ελληνική ξένων λέξεων, που δηλώνουν κάποια χημική, φαρμακευτική ή άλλη ανάλογη ουσία· (πρβ. -ίνη): ασπιρίνα, βιταμίνα, μπενζίνα.
[ιταλ. -ina < λατ. -ina (δες στο -ίνα 1) και γαλλ., γερμ. -in(e) -α μέσω των ιταλ.: ιταλ. aspirina > ασπιρ-ίνα, vitamina > βιταμ-ίνα]
- -ίνη [íni] : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για την απόδοση ξένων λέξεων, που δηλώνουν κάποια χημική, φαρμακευτική ή άλλη ανάλογη ουσία· (πρβ. -ίνα 2): βαζελίνη, ζαχαρίνη, καφεΐνη, ναφθαλίνη, νεομυκίνη, νικοτίνη, πενικιλίνη.
[λόγ. < νλατ. μετον. επίθημα -ina δηλωτικό φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, χημικών ενώσεων και τεχνητών ουσιών: νλατ. strychnina > στρυχνίνη, διεθ. chlorine (< chlor-) > χλωρ-ίνη (χλώρ-ιο), αγγλ. penicillin > πενικιλίνη, γερμ. Heroin > ηρωίνη (δες λ.), σπανιότ. φυσικών ή χημικών ουσιών: νλατ.(;) adamantina > αδαμαντ-ίνη, παλ. γερμ. Kaffein > καφε-ΐνη < λατ. θηλ. επίθημα -ina: regina `βασίλισσα΄, που παρήγε και αφηρ. ουσ.: medicina `ιατρική΄ (η αλλαγή -α > -η έγινε για να μοιάζουν οι λ. με αρχ. ελλην. όπου υπήρχαν μερικές λ. σε -ίνη: αρχ. ἀξίνη > νεοελλ. αξίνα, ἡρω-ίνη `ηρωίδα΄ καθώς μερικές λ. σε -ίνη αντιστοιχούσαν σε λατ. λ. σε -ina: αρχ. σαρδ-ίνη - λατ. sardina `σαρδέλα΄) & λόγ. επίδρ. στο -ίνα 2: μπενζίνα (< ιταλ. benzina ή ιταλ. benzine) > βενζίνη, ασπιρίνα > ασπιρίνη (δες και -ίνα 2)]
- -ινός [inós] θηλ. -ινή [iní] & (σπανιότ., προφ.) -ινιά [i
á] : επίθημα για το σχηματισμό: α. πατριδωνυμικών ουσιαστικών παράγωγων από τοπωνύμια· (πρβ. -ινός 2 -ινή -ινό): (Πάτρα) Πατρινός - Πατρινή, Πατρινιά, (Zάκυνθος) Zακυνθινός - Zακυνθινή, Zακυνθινιά, (Tρίκαλα) Tρικαλινός - Tρικαλινή, Tρικαλινιά· (πρβ. -ιώτης)· β. επωνύμων. [ουσιαστικοπ. αρσ. και θηλ. του επιθήματος επιθ. -ινός 2 -ινή -ινό· -ιν(ή) μεταπλ. -ιά]
- -ινος -ινη -ινο [inos] : επίθημα με λόγια προέλευση για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: α. είναι φτιαγμένο ή προέρχεται από την ύλη που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ένιος -ένια -ένιο): (αγκάθι) αγκάθινος, (βελούδο) βελούδινος, (βροχή) βρόχινος, (μάρμαρο) μαρμάρινος, (πηλός) πήλινος, (χαρτί) χάρτινος, (χώμα) χωμάτινος, (ψάθα) ψάθινος· (άνθρωπος) ανθρώπινος, που αναφέρεται στον άνθρωπο, που έχει τα στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν· (πρβ. -ινός 3β). || προέρχεται από το ζώο που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ινός
3 ): (γίδα) γίδινος. β. έχει το χρώμα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ώχρα) ώχρινος.[αρχ. μετουσ. επίθημα -ινος που παρήγε επίθ. δηλωτικά ύλης: αρχ. πέτρ-ινος (< πέτρ-α `βράχος΄), ξύλ-ινος (< ξύλ-ον), δερμάτ-ινος (< δέρμα, θ. δερματ-) και σπανιότ. δηλωτικό πως κτ. προέρχεται από κάπου, έχει τη φύση κάποιου, ταιριάζει σε κτ.: αρχ. γή-ινος (< γῆ), ἀνθρώπ-ινος (< ἄνθρωπ-ος), πράσ-ινος (< πράσ-ον), (σήμερα το -ινος έχει αρχίσει να υποχωρεί μπροστά στο -ένιος: παλαιότ. μαρμάρ-ινος - νεότ. μαρμαρ-ένιος) & λόγ. < αρχ. -ινος, ιδ. όταν αντιτίθεται στο -ένιος: μαρμαρ-ένιος - μαρμάρ-ινος, βελουδ-ένιος - βελούδ-ινος, κριθαρ-ένιος - κρίθ-ινος]
- -ινός 1 -ινή -ινό [inós] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι, βρίσκεται ή συμβαίνει στον τόπο ή στη χρονική περίοδο που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ιανός -ιανή -ιανό). α. παράγωγα από τοπικά ή χρονικά επιρρήματα: (μπροστά) μπροστινός, (κοντά) κοντινός, (απόψε) αποψινός, (πάντοτε) παντοτινός, (σήμερα) σημερινός, (τώρα) τωρινός, (χτες) χτεσινός. β. παράγωγα από ουσιαστικά που εκφράζουν χρονική περίοδο: (απόγευμα) απογευματινός, (έαρ) εαρινός, (θέρος) θερινός, (φθινόπωρο) φθινοπωρινός. || παράγωγα από ουσιαστικά που εκφράζουν τόπο· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αναφέρεται στο σημαινόμενο από την πρωτότυπη λέξη ή προέρχεται από αυτό: (θάλασσα) θαλασσινός.
[αρχ. μετουσ. και μετεπιρρ. επίθημα -ινός παραγωγικό χρον. επιθέτων: αρχ. ἑσπερ-ινός `βραδινός΄ (< ἑσπέρ-α), θερ-ινός (< θέρ-ος), περυσ-ινός (< πέρυσ-ι), ελνστ. σημερ-ινός (< σήμερ-ον) και σπανιότ. δηλωτικό τοπ. σχέσης: ελνστ. πεδ-ινός (< πεδί-ον `πεδιάδα΄) ή γενικά πως κτ. ανήκει σε κπ., ταιριάζει σε κτ.: αρχ. ἀληθ-ινός (< επίθ. ἀληθ-ής) (δες και -ινός 2, -ινός 3)]
- -ινός 2 -ινή -ινό : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από τοπωνύμια· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο προέρχεται από το τοπωνύμιο που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ινός θηλ. -ινή): (Kαλάβρυτα) καλαβρυτινός, (Πάτρα) πατρινός.
[αρχ. -ινός που σπανιότ. δήλωνε τοπ. προέλ. (δες στο -ινός 1) & από μερικά αρχ. επίθ. σε -εινός (μετουσ. επίθημα): αρχ. ὀρε-ινός (< ὄρος), φωτ-εινός (< φῶς θ. φωτ-) & αρχ. -ηνός (επίθημα εθνικών ον.): αρχ. Kυζικ-ηνός (< Kύζικ-ος), ελνστ. Περγαμ-ηνός (< Πέργαμ-ος), ύστερα από τη σύμπτ. κατά την ελνστ. εποχή της προφ. των <ει> και <η> με το <ι> (δες και -ινός 3)]
- -ινός 3 -ινή -ινό : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο προέρχεται από το ζώο που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ινος, -ίσιος): (αγελάδα) αγελαδινός. β. (μτφ.) το προσδιοριζόμενο ταιριάζει σ΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, είναι κατάλληλο γι΄ αυτό: (άνθρωπος) ανθρωπινός.
[αρχ. -ινος (δες -ινος -ινη -ινο), ιδ. στη σημ. της προέλ. και του ταιριαστού, με μετακ. του τόνου αναλ. προς άλλα επίθ. σε -ινός: αρχ. ἀνθρώ π-ινος > ανθρωπ-ινός & προς μερικά επίθ. σε -εινός (δες -ινός 2)]
- -ιό [ió] (η προφορά του ημιφώνου εξαρτάται από την προφορά του συμφώνου που προηγείται) : επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα: (κάθομαι - κάθισα) καθισιό, (κουτσομπολεύω) κουτσομπολιό, (νοικοκυρεύω) νοικοκυριό, (προξενεύω) προξενιό, (συμπεθερεύω) συμπεθεριό.
[μσν. μεταρ. επίθημα -ιόν αναλ. προς άλλα ουσ. σε -ιο(ν), -ίο(ν), που συσχετίστηκαν με ρήματα: (ε)γγάστριο, (ε)γγάστρι (< εγγάστριος, δες στο ανεμογγάστρι) - (ε)γγαστρώνω, φορτιό (< αρχ. φορτίον) - φορτώνω: μσν. φευγ-ιόν]
- -ιο 1 [io] : επίθημα με λόγια προέλευση ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: 1. σπάνια διασώζει την αρχική υποκοριστική σημασία του: (άγαλμα) αγαλμάτιο. || (επιστ.) (νήμα) νημάτιο, (σώμα) σωμάτιο. 2. συνηθέστερα με ολική απώλεια της αρχικής υποκοριστικής του σημασίας, οπότε μπορεί να μην είναι εμφανής στο γλωσσικό αίσθημα των ομιλητών η παραγωγή: γραμμάτιο, κλιμάκιο. 3α. για την απόδοση επιστημονικών όρων ή λέξεων: ηλεκτρόδιο, ηλεκτρόνιο, νετρόνιο, πρωτόνιο. β. για την απόδοση χημικών στοιχείων: αργίλιο, βισμούθιο, ήλιο, πλουτώνιο, φθόριο, ράδιο. 4. για την απόδοση ξένων λέξεων: αρμόνιο.
[λόγ.: 1, 2: αρχ., ιδιαίτερα συχνό μετουσ., συχνά υποκορ. επίθημα -ίον, -ιον από ουσιαστικοπ. -ιος -ια -ιον: αρχ. παιδ-ίον `μικρό παιδί, παιδάκι΄ (< παῖς, θ. παιδ-), πόδ-ιον `μικρό πόδι΄ (< πούς, θ. ποδ-), ελνστ. δεμάτ-ιον (< δέμα `δέσιμο΄, θ. δεματ-) που κανονικά τράπηκε σε μσν. -ιν > -ι με απώλεια της υποκορ. σημ. (δες στο -ι 1)· χωρίς υποκορ. σημ.: αρχ. φρούρ-ιον, ἐγχειρίδ-ιον· στη νεοελλ. ξαναπαρουσιάζονται υποκορ. σε -ιον από λόγ. δανεισμό από τα αρχ.: γερόντ-ιο (< αρχ. γερόντ-ιον), φρεάτ-ιο (< ελνστ. φρεάτ-ιον < φρέαρ, θ. φρεατ-) και σπάν. νέες δημιουργίες χωρίς υποκορ. σημ.: θερμοκήπ-ιο (δες και -ιος 1 -ια -ιο)· 3, 4: νλατ., διεθ. -ium, ιδ. στην επιστ. ορολογία ως κατάλ. για την προσαρμ. ξένων όρων: θόρ-ιο < νλατ. thorium, αλλά και σπανιότ. όρων χωρίς επίθημα -ium: μικρόβ-ιο < γαλλ. microbe, ηλεκτρόδ-ιο < διεθ. electrode ή και άλλων λόγ. λέξεων: αρμόν-ιον < νλατ. (γαλλ.) harmonium· οι λ. της τελευταίας κατηγορίας δεν έχουν ολοκληρωμένη μορφολογική ανάλυση στα νέα ελλην.]
- -ιο 2 [io] (η προφορά του ημιφώνου εξαρτάται από την προφορά του συμφώνου που προηγείται) : επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα: (γελώ) γέλιο, (παρακαλώ) παρακάλιο, (συμπαθώ) συμπάθιο, (συχωρώ) συχώριο.
[μσν. μεταρ. επίθημα -ιο(ν) κατά το σχ.: αρχ. κυνηγ-ῶ - ελνστ. κυνήγ-ιον: μσν. γέλ-ιο (< γελώ) & μεταπλ. < θηλ. -εια που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.: θηλ. εν. συνήθεια > ουδ. πληθ. συνήθεια > νέος εν. συνήθειο]



