Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
46.747 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -αρος [aros] : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: 1. με μεγεθυντική σημασία: (γάτος) γάταρος, (ποντίκι) ποντίκαρος, (σκυλί) σκύλαρος, (Γιάννης) Γιάνναρος· συχνά εναλλάσσεται με το επίθημα -άρα 1: (μολύβι) μολύβαρος - μολυβάρα, (μύτη) μύταρος - μυτάρα. 2. (οικ.) με επιτατική σημασία, χωρίς αναγκαστικά να υπονοείται και η μεγεθυντική, για να δηλώσει ότι υπάρχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -άρα
12): (αγόρι) αγόραρος, (κορίτσι) κορίτσαρος, (παιδί) παίδαρος. [μσν. -αρος < υποκορ. -άρ(ι) με προσθήκη του μεγεθ. -ος: μσν. φών-αρος `δυνατή φωνή΄]
- -αρός -αρή -αρό [arós] : ατονημένο επίθημα επιθέτων παράγωγων συνήθ. από ουσιαστικά· (πρβ. -ερός, -ηρός)· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την έντονη παρουσία των στοιχείων που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (λίπος) λιπαρός, (ρύπος) ρυπαρός, (σθένος) σθεναρός.
[λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα παραγωγικό επιθέτων -αρός: αρχ. λιπ-αρός]
- -αρούδι [arúδi] : υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά ή ρήματα: (μαθητής) μαθηταρούδι, (ξεπετώ) ξεπεταρούδι.
[< υποκορ. -άρ(ι) με προσθήκη του υποκορ. -ούδι: βυζαστ-άρι > βυζασταρ-ούδι]
- -άρχης [ár
is] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. το πρόσωπο που ασκεί την εξουσία στο τμήμα του κράτους που δηλώνει το α' συνθετικό: νομ~, κοινοτ~. 2. το πρόσωπο που ασκεί την εξουσία στο στρατιωτικό τμήμα που υπονοεί το α' συνθετικό: επιτελ~, περιπολ~, πλωτ~, σωματ~, ταγματ~, συνταγματ~, στρατοπεδ~. 3. δημόσιο λειτουργό που προΐσταται στην υπηρεσία που υπονοεί το α' συνθετικό: αερολιμεν~, γυμνασι~, δασ~, λιμεν~, λυκει~, σταθμ~. || προσωπ~, τμηματ~. 4. τον ιδιοκτήτη αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: εργοστασι~, καταστηματ~. [λόγ. < αρχ. -άρχης (< ἄρχ(ω) -ης ως β' συνθ. για δήλωση στρατ. ή πολιτικών αξιωματούχων: αρχ. ἑκατοντ-άρχης `εκατόνταρχος΄, γυμνασι-άρχης `επόπτης γυμναστηρίου΄, ελνστ. λιμεν-άρχης]
- -αρχία 1 [ar
ía] : β' συνθετικό σε αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά. I1. δηλώνει σύστημα διακυβέρνησης ενός κράτους ή γενικά ενός συνόλου ανθρώπων με βάση τις αρχές που συνεπάγεται το α' συνθετικό: απολυτ~, μον~, ολιγ~, φεουδ~. || μητρι~, πατρι~. || (ιστ.) λειτουργία, καθήκον των εύπορων πολιτών της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας: γυμνασι~· τριηρ~. 2. γενικά με αναφορά στην αρχή, εξουσία: πολυ~, φιλ~. II. δηλώνει αξίωμα του προσώπου ή άσκηση εξουσίας από το πρόσωπο που δηλώνεται με το αντίστοιχο ουσιαστικό σε -αρχος ή -άρχης. 1. για διοίκηση τμήματος του κράτους: δημ~, νομ~. || το ίδιο το τμήμα του κράτους στο οποίο ασκείται η εξουσία ή το κτίριο στο οποίο εδρεύει το πρόσωπο που ασκεί την εξουσία: νομ~. || σε παραγωγή: επ~, εξ~. 2. για διοίκηση στρατιωτικού σώματος κτλ. που συνήθ. δηλώνεται από το α' συνθετικό: πλοι~, στρατ~. || το ίδιο το στρατιωτικό σώμα επικεφαλής του οποίου είναι το πρόσωπο που δηλώνεται με το συνθετικό ουσιαστικό σε -αρχος: μερ~, μοιρ~, σμην~. [λόγ. < αρχ. -αρχία (< -αρχ(ος), -άρχ(ης) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. ὀλιγ-αρχία, χιλι-αρχία `το αξίωμα του χιλίαρχου΄]
- -αρχία 2 : (φιλοσ.) β' συνθετικό σε θηλυκά αφηρημένα ουσιαστικά· δηλώνει φιλοσοφικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο πρωταρχικό και καθοριστικό ρόλο στην απόκτηση βιοθεωρίας και γνώσης έχει αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: αισθησι~, βουλησι~, νοησι~.
[λόγ. < αρχ. ἀρχ(ή) `φιλοσοφική αρχή΄ -ία για απόδ. φιλοσ. όρων σε -ism(e) (δες στο -ισμός) ως β' συνθ.: αισθησι-αρχία < γαλλ. sensualisme, βουλησι-αρχία < γαλλ. volontarisme]
- -αρχος [arxos] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. το πρόσωπο που ασκεί την εξουσία στο τμήμα του κράτους που δηλώνει το α' συνθετικό: δήμ~. || το πρόσωπο που ασκεί την εξουσία στο τμήμα του κράτους που δηλώνει το αντίστοιχο θηλυκό σε -αρχία
1II1: έξ~, έπ~. 2. το πρόσωπο που ασκεί την εξουσία στο στρατιωτικό τμήμα που δηλώνει ή υπονοεί το α' συνθετικό: ίλ~, μοίρ~, ναύ~, σμήν~, στόλ~. || το πρόσωπο που δηλώνει το αντίστοιχο σύνθετο σε -αρχία 1II2: μέρ~, ταξί~. 3. δημόσιο λειτουργό που προΐσταται στην υπηρεσία που υπονοεί το α' συνθετικό: ληξί~. [λόγ. < αρχ. -αρχος (< ἄρχ(ω) -ος) ως β' συνθ. για δήλωση στρατιωτικών ή πολιτικών αξιωματούχων: αρχ. ἑκατόντ-αρχος, χιλί-αρχος, γυμνασί-αρχος `επόπτης γυμναστηρίου΄]
- -άρω [áro] -ομαι : I.επίθημα ρημάτων παράγωγων συνήθ. από λέξεις ξενικής προέλευσης· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος συνήθ. εκτελεί την ενέργεια που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη (κάποτε και σε αμετάβατη χρήση: φρακάρω)· (πρβ. -έρνω). α. παραγωγή από ξένη λέξη προσαρμοσμένη ή μη στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής: (αμπαλάζ) αμπαλάρω, (καμουφλάζ) καμουφλάρω, (κόπια) κοπιάρω, (μακιγιάζ) μακιγιάρω, (ντεμπούτο) ντεμπουτάρω, (πακέτο) πακετάρω, (ρεκλάμα) ρεκλαμάρω, (ρομάντζο) ρομαντζάρω, (αγκαζέ) αγκαζάρω, (γιούχα) γιουχάρω, (μπιζ) μπιζάρω. β. παραγωγή από ελληνική λέξη: (κριτική) κριτικάρω. II. επίθημα για την απόδοση ξένων ρημάτων: λανσάρω, λιντσάρω, φρικάρω.
[ιταλ. κατάλ. απαρέμφ. -ar(e) -ω με βάση ζευγάρια συγγ. λ.: κόπι-α - κοπι-άρω < ιταλ. copia - copiare, με επέκτ. ιδ. σε γαλλ. δάνεια για προσαρμογή στο μορφολ. σύστημα της ελλην.: αμπαλ-άρω < ιταλ. abballare - αμπαλάζ < γαλλ. emballage, μακιγιάζ - μακιγι-άρω < γαλλ. maquillage - maquiller, μπιζ < γαλλ. biz - μπιζ-άρω, και επέκτ. σε δάνεια από άλλες γλ.: γιούχα < τουρκ. yuha - γιουχ-άρω]
- -ας -ασα -αν [as] : κατάληξη λόγιας μετοχής ενεργητικού αορίστου σε στερεότυπη χρήση (εκφράσεις, φράσεις, επιστημονικό λεξιλόγιο κτλ.) με επιθετική λειτουργία ή σε θέση ουσιαστικού: διδάξας διδάξασα διδάξαν. Ο πρώτος διδάξας, η πρώτη διδάξασα.
[λόγ. < αρχ. -ας, -ασα, -αν κατάλ. μτχ. αορ.: αρχ. διδάξας, διδάξασα, διδάξαν]
- -άς -ού -άδικο / -ούδικο [ás] : επίθημα ανισοσύλλαβων ονομάτων παράγωγων από ουσιαστικά· μέσα στην πρόταση τα ονόματα αυτά λειτουργούν συνηθέστερα ως κατηγορούμενα και λιγότερο ως επιθετικοί προσδιορισμοί και δηλώνουν το πρόσωπο (άντρα, γυναίκα, παιδί ή γενικά έμψυχο ουδέτερου γένους) που χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (γλώσσα) γλωσσάς - γλωσσού - γλωσσάδικο, (λόγος) λογάς - λογού - λογάδικο, (φαΐ) φαγάς - φαγού - φαγάδικο / φαγούδικο. || συχνά δηλώνει το πρόσωπο που αγαπά, που του αρέσει να τρώει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μακαρόνια) μακαρονάς - μακαρονού - μακαρονάδικο.
[επίθημα επιθ. < -άς 1]