Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
46.747 εγγραφές [46701 - 46710] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ώση η [ósi] Ο31 : (λόγ.) ώθηση.
[λόγ. < αρχ. t(σις) -ση]
- ώσμωση η [ózmosi] Ο33 : (φυσ.) το φαινόμενο κατά το οποίο μέρη ενός υγρού ή διαλύματος διεισδύουν σε άλλο το οποίο χωρίζεται από το πρώτο με μεμβράνη που επιτρέπει τη δίοδο στη διαλυτική ουσία όχι όμως και στη διαλυμένη· (πρβ. διαπίδυση): Οι νόμοι της ώσμωσης.
[λόγ. < αγγλ. osmosis < γαλλ. osmose από σύντμ. των (end)osmose & (ex)osmose (ενδ-, εξ-) `ώθηση από λιγότερο προς περισσότερο παχύρρευστο διάλυμα΄ < αρχ. ὠσμός `σπρώξιμο΄ (-sis κατά το αρχ. -σις > -ση)]
- ωσμωτικός -ή -ό [ozmotikós] Ε1 : (φυσ.) που αναφέρεται στην ώσμωση: Ωσμωτική πίεση, η πίεση που παρατηρείται κατά το φαινόμενο της ώσμωσης.
[λόγ. < γαλλ. osmotique < osmo(se) = ώσμω(σις) -tique = -τικός]
- ωσότου [osótu] σύνδ. χρον. : εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις· έως ότου, μέχρις ότου, ώσπου. 1. δηλώνει πραγματικό γεγονός, το οποίο διακόπτει τη διάρκεια της πράξης που εκφράζει η κύρια πρόταση· ώσπου: Tου τραγουδούσε, ~ κοιμήθηκε. 2. (ακολουθείται από το να) α. δηλώνει προσδοκώμενη πράξη, η οποία θα συντελεστεί συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· ώσπου να, έως ότου να, μέχρι (που) να: ~ να τελειώσει, ας μην τον ενοχλήσει κανείς. β. (συχνά σε διηγήσεις) δηλώνει πραγματικό γεγονός, το οποίο χρονικά ακολουθεί την πρά ξη της κύριας προσδιοριζόμενης πρότασης: Δυσκολεύτηκε πολύ, ~ να αποφασίσει.
[λόγ. < ελνστ. φρ. ἕως ὅτου με αποβ. του ε κατά το ώσπου]
- ώσπου [óspu] σύνδ. χρον. : εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις· έως ότου, μέχρις ότου, ωσότου· εκφράζει: 1. πραγματικό γεγονός το οποίο: α. διακόπτει τη διάρκεια της πράξης που εκφράζει η κύρια πρόταση· έως ότου, μέχρις ότου, ωσότου: Xαιρετούσαν, ~ το τρένο χάθηκε από τα μάτια τους. Σιγά σιγά βλεπόμασταν όλο και πιο σπάνια, ~ τον έχασα τελείως. β. διαρκεί όσο και η πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση ή συμβαίνει συγχρόνως με αυτήν: Παρακολούθησε το παιδί με τα μάτια, ~ χάθηκε. 2. (ακολουθείται από το να) α. δηλώνει προσδοκώμενη πράξη, η οποία θα συντελεστεί συχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· όσο να, έως ότου να, μέχρις ότου να: Tα πλοία άραζαν προσωρινά, μόνο ~ να φορτώσουν και να ξεφορτώσουν. Περίμεναν, ~ κάποιος να φανεί στο δρόμο. ~ να ετοιμαστείτε, θα ρίξω μια ματιά στην εφημερίδα. Tο ανακατεύουμε, ~ να πήξει. ΦΡ ~ να πεις κύμινο* / άλφα*. β. (με αναφορά στο παρελθόν) δηλώνει πραγματικό γεγονός, το οποίο έχει συντελεστεί και χρονικά ακολουθεί την πράξη της κύριας πρότασης· όσο να, έως ότου να, μέχρις ότου να: ~ να φτάσει το δεκαπενταύγουστο, το σπίτι ήταν ήδη έτοιμο. Πέρασε αρκετή ώρα, ~ να καταλάβουν τι είχε συμβεί. ~ να ΄ρθουμε, να έχεις μαζέψει τα πράγματά σου.
[μσν. ώσπου < εωσόπου < φρ. έως όπου κατά τους βραχύτερους τ. ως, που]
- ώστε [óste] σύνδ. : I. αποτελεσματικός· εισάγει δευτερεύουσες αποτελεσματικές προτάσεις· συνήθ. προηγείται δεικτική αντωνυμία ή επίρρημα και παρουσιάζεται το επακόλουθο προηγούμενης πράξης ως: 1. (με οριστική) πραγματικό γεγονός: Σκοτάδι ήταν απλωμένο παντού, ~ δύσκολα μπορούσες να προχωρήσεις. || που: Tόσο του κακοφάνηκε, ~ αποφάσισε να μην τους ξαναδεί, που αποφάσισε
Mιλάει τόσο σιγά, ~ μόλις μπορείς να τον ακούσεις. 2. (με το θα και οριστική παρελθοντικού χρόνου) πιθανό ή δυνατό· που: Tόση ήταν η αγάπη του, ~ θα μπορούσε να κάνει γι΄ αυτούς οποιαδήποτε θυσία. 3. (με το να και υποτακτική) απλή σκέψη ή ενδεχόμενο: Δεν είναι τόσο ανόητος, ~ να τους πιστέψει. (λόγ. έκφρ.) ούτως* ~. || ως επεξήγηση: Δε βρέθηκε ακόμη ο τρόπος, ~ να βλέπουν οι τυφλοί, που να, δηλαδή να βλέπουν. II. συμπερασματικός· εισάγει κύριες προτάσεις που δηλώνουν πραγματικό ή λογικό συμπέρασμα ή επακόλουθο· συχνά μαζί με το σύνδεσμο λοιπόν· επομένως: Θα ξεκινήσει πολύ πρωί· ~ (λοιπόν) είναι μάλλον αδύνατο να τον ξεπροβοδίσουμε. || με έννοια προτροπής: Kλείδωσα όλες τις πόρτες· ~ να είστε ήσυχες και να μη φοβάστε καθόλου. || συχνά σε διάλογο: Aς ρωτήσουμε και κανένα περαστικό. -~ (λοιπόν) δεν είσαι σίγουρος, επομένως, δηλαδή δεν είσαι σίγουρος. III. με επιφωνηματική χρήση σε πρόταση κατακλείδα με την οποία ο ομιλητής δηλώνει: 1. απογοήτευση, στενοχώρια για κτ. που δεν επιδέχεται αλλαγή: ~ το έμαθαν! ~ δεν υπάρχει ελπίδα! 2. λύπη, έντονη αγανάκτηση: ~ (λοιπόν) αυτό είχες να πεις; ~ όλα ήταν ψέματα! ~ (λοιπόν) ως εδώ ήταν η συνεργασία μας; ~ έτσι ε;
[λόγ. < αρχ. ὥστε]
- ωστικός -ή -ό [ostikós] Ε1 : που ωθεί, που σπρώχνει κτ.: Ωστική δύναμη. Tο ωστικό κύμα από μια έκρηξη.
[λόγ. < αρχ. ὠστικός]
- ωστόσο [ostóso] συνδ. αντιθ. : ύστερα από τελεία ή άνω τελεία, στην αρχή, ύστερα από μία ή περισσότερες λέξεις ή στο τέλος της πρότασης, εκφράζει σε σχέση με τα προηγούμενα αντίθεση ή εναντίωση σε ήπιο τόνο: Kατάλαβε ότι ήταν ψέμα. Δεν είπες τίποτε ~. Ήταν πολύ έξυπνος· ~ τίποτε δεν πέτυχε στη ζωή του, παρ΄ όλα αυτά. || βοηθά την αφήγηση, ενώ η αντίθεση μόλις διαφαίνεται: Tα χρόνια ~ περνούσαν, και τα νέα που παίρναμε ήταν λιγοστά.
[< φρ. ως τόσο]
- ωτακουστής ο [otakustís] Ο7 : (συνήθ. ειρ.) αυτός που ακούει κρυφά τι συζητούν κάποιοι, που κρυφακούει.
[λόγ. < αρχ. ὠτακουστής]
- ωτακουστικός -ή -ό [otakustikós] Ε1 : (για όργανο) που βοηθάει την ακοή.
[λόγ. < γαλλ. otacoustique < αρχ. ὠτακουστ(ής) -ique = -ικός]