Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %
46.747 εγγραφές [141 - 150]
-δότημα [δótima] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει το αποτέλεσμα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ενέργειας του αντίστοιχου ρήματος σε -δοτώ: κληρο~, χρησμο~.

[λόγ. -δοτη- (< -δοτώ) -μα (πρβ. σπάν. μσν. χρησμο-δότημα)]

-δότης [δótis] θηλ. συνήθ. -δότρια [δótria], στις περιπτώσεις που σχηματίζεται : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που ενεργεί και που συνήθ. παρέχει, δίνει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αιμο~, αιμοδότρια· γνωμο~, εντολο~, κεφαλαιο~, πληροφοριο~, χρηματο~. || δηλώνει όργανο, μηχάνημα, συσκευή με ανάλογη λειτουργία: βηματο~, σηματο~.

[λόγ. < αρχ. -δότης θ. συγγ. του ρ. δίδωμι `δίνω΄ ως β' συνθ.: αρχ. ἐργο-δότης `που αναθέτει εργασία΄, μισθο-δότης `ταμίας πληρωμών΄· λόγ. -δό(της) -τρια]

-δότηση [δótisi] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει γενικά την παροχή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό, σε αντιστοιχία με ρήμα σε -δοτώ: δανειο~, ηλεκτρο~, σηματο~, συνταξιο~, τροφο~, χρηματο~,

[λόγ. -δοτη- (< -δοτώ) -σις > -ση (πρβ. σπάν. μσν. προικο-δότησις)]

-δοτώ [δotó] -ούμαι : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ρήματα· συνήθ. δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος παρέχει, δίνει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: δανειο~, ηλεκτρο~, λογο~, μισθο~, συνταξιο~, χρηματο~.

[λόγ. < αρχ. -δοτῶ θ. συγγ. του ρ. δίδωμι `δίνω΄ ως β' συνθ.: αρχ. μισθο-δοτῶ]

-δόχος 1 [δóxos] θηλ. -δόχος [δóxos] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει αυτόν που δέχεται, αποδέχεται ή γίνεται παραλήπτης αυτού που υποδηλώνει το α' συνθετικό: δικαιο~, δωρεο~, εντολο~, παραγγελιο~, χρησμο~. || ξενο~.

[λόγ. < ελνστ. -δόχος (< αρχ. -δόκος, θ. συγγ. του ρ. δέχομαι) ως β' συνθ.: ελνστ. ξενο-δόχος]

-δόχος 2 : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. αντικείμενο: α. στο οποίο τοποθετείται αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: αμμο~. β. το οποίο προορίζεται για τη φύλαξη ή προστασία αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: βρεφο~, τεφρο~. 2. κατασκευή που εξασφαλίζει τη διοχέτευση αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: καπνο~.

[λόγ. < ελνστ. -δόχος (< -δόχος 1) ως β' συνθ.: ελνστ. καπνο-δόχος, χολη-δόχος]

-δρομία [δromía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει άθλημα που γίνεται με το όχημα, το μέσο, τον τρόπο ή στο χώρο που υποδηλώνει το α' συνθετικό: αρματο~, ιππο~, λαμπαδη~, λεμβο~, ποδηλατο~, σκυταλο~, χιονο~.

[λόγ. < αρχ. -δρομία (< -δρόμ(ος) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. ἱππο-δρομία]

-δρόμιο [δrómio] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει: 1. το χώρο, τις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για την προσγείωση και την απογείωση των ιπτάμενων οχημάτων που υπονοεί το α' συνθετικό: αερο~, ελικο~. 2. τις αθλητικές εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή του αθλήματος που υπονοεί το α' συνθετικό: ιππο~, παγο~, ποδηλατο~. 3. το χώρο που προορίζεται για την κίνηση αυτών που αναφέρει το α' συνθετικό: πεζο~.

[λόγ. < ελνστ. -δρόμιον ως β' συνθ.: ελνστ. ἱππο-δρόμιον (< αρχ. -δρόμιος < ουσ. δρόμ(ος) -ιος: αρχ. ἱππο-δρόμιος `που προΐσταται σε ιπποδρομίες΄)]

-δρομος [δromos] : το ουσ. δρόμος ως β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. το δρόμο που προορίζεται για την κίνηση αυτού που υποδηλώνει το α' συνθετικό: αυτοκινητό~, καρό~, πεζό~. || σιδηρό~. 2. δρόμο κατασκευασμένο από το υλικό που αναφέρει το α' συνθετικό: χαλικό~, χωματό~.

[λόγ. < αρχ. -δρομος (< ουσ. δρόμος) ως β' συνθ.: αρχ. ἱππό-δρομος (δες λ.)]

-δρόμος [δrómos] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει τον αθλητή που αγωνίζεται στο άθλημα που υποδηλώνει το α' συνθετικό: αρματο~, λαμπαδη~, μαραθωνο~, ποδηλατο~, χιονο~.

[λόγ. < αρχ. -δρόμος (< ουσ. δρόμος) ως β' συνθ.: αρχ. σταδιο-δρόμος `δρομέας σταδίου2II1΄, ελνστ. ταχυ-δρόμος]

< Προηγούμενο   1... 13 14 [15] 16 17 ...4675   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες