Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %
46.747 εγγραφές [101 - 110]
-άτορας [átoras] : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα ή ουσιαστικά· δηλώνει: 1. πρόσωπο με ιδιότητα ή συμπεριφορά ανάλογη με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (νοίκι) νοικάτορας, (συμβουλεύω) συμβουλάτορας. 2. τον ιδιοκτήτη αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μαγαζί) μαγαζάτορας.

[μσν. -άτορας < αρχ. αρσ. ουσ. σε -άτωρ, αιτ. -άτορα: αρχ. κοσμοκράτωρ, αιτ. κοσμοκράτ-ορα & λατ. -ator: ελνστ. μανδ-ᾶτον (δες μαντάτο) - μσν. μαντ-άτωρ < λατ. mandatum - mandator `που αναθέτει εντολή΄]

-άτος -άτη -άτο [átos] : επίθημα: I. επιθέτων παράγωγων: 1. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο φαγητό ή γλυκό παρασκευάστηκε με βασικό και χαρακτηριστικό το στοιχείο (υλικό) που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (αμύγδαλο) αμυγδαλάτος, (κρασί) κρασάτος, (ξίδι) ξιδάτος, (ρίγανη) ριγανάτος. || με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου: (καρυδάτος) καρυδάτο, (κυδωνάτος) κυδωνάτο. β. το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία, έχει τα στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (δροσιά) δροσάτος· (πρβ. δροσερός(μυρωδιά) μυρωδάτος, που έχει ευχάριστη μυρωδιά· (μέση) μεσάτος που έχει τονισμένη μέση· για άνθρωπο: (γένι) γενάτος, (μούσι) μουσάτος. 2. από ρήματα· το παράγωγο ρηματικό επίθετο: α. ισοδυναμεί νοηματικά με τη μετοχή του παρακειμένου και δηλώνει κτ. συντελεσμένο: γεμάτος, είμαι γεμάτος, έχω γεμίσει· χορτάτος, είμαι χορτάτος, έχω χορτάσει. β. δηλώνει τρόπο και αποτελεί ένα υποκατάστατο κλιτής μετοχής του ενεργητικού ενεστώτα η οποία απουσιάζει από το τυπικό της νέας ελληνικής: (τρέχω) τρεχάτος, τρέχοντας. II. σε οικογενειακά ονόματα και τοπωνύμια.

[ελνστ. επίθημα -ᾶτος < λατ. -at(us) -ος & μέσω του ιταλ. -ato: ελνστ. βαρβ-ᾶτος (δες λ.) < λατ. barbatus, μσν. ντελικ-άτος < ιταλ. delicato, και επέκτ. σε άλλες λ.: μσν. πωγων-άτος `που έβγαλε γένια΄]

-άτσα [átsa] : ατονημένο επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· α. με μειωτική σημασία: (κυρά) κυράτσα. β. (ναυτ.) (πρύμη) πρυμάτσα.

[βεν. μειωτικό επίθημα -azza: λινάτσα < ιταλ. (διαλεκτ.) linazza (πρβ. ιταλ. bestiaccia `βρομόζωο΄)]

-βασία [vasía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν: 1α. το βάδισμα επάνω σ΄ αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ορει~, πυρο~, σχοινο~. || (μτφ.): αερο~, ουρανο~. β. το βάδισμα στο χρονικό διάστημα ή με τις συνθήκες που εκφράζει το α' συνθετικό: υπνο~. 2. σεξουαλική πράξη με τη συμμετοχή αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: κτηνο~.

[λόγ. < ελνστ. -βασία (< ρ. βαίνω) ως β' συνθ.: ελνστ. ὀρει-βασία `περιπλάνηση στα βουνά΄, κτηνο-βασία]

-βάτης [vátis] : β' συνθετικό σε σύνθετα συχνά λόγια ή επιστημονικά αρσενικά ουσιαστικά τα οποία δηλώνουν: I. πρόσωπο· συνήθ. έχει την έννοια του βαδίζω, περπατώ: α. επάνω σ΄ αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ορει~, σχοινο~. β. στο χρονικό διάστημα ή με τις συνθήκες που εκφράζει το α' συνθετικό: υπνο~, αυτός που περπατά όταν κοιμάται. II. τοπογραφικό όργανο: χωρο~.

[λόγ. < αρχ. -βάτης (< ρ. βαίνω) ως β' συνθ.: αρχ. ὀρει-βάτης `που ζει στα βουνά΄, στυλο-βάτης, ελνστ. χωρο-βάτης & μτφρδ.: υπνο-βάτης < γαλλ. somnambule]

-βατώ [vató] : β' συνθετικό ρημάτων που έχει την έννοια του βαδίζω, προχωρώ, συχνά σε αντιστοιχία με το αντίστοιχο αρσενικό ουσιαστικό σε -βάτης: ακρο~, νυχτο~, ουρανο~, σχοινο~, υπνο~. || (μτφ.): αερο~, ουρανο~.

[λόγ. < αρχ. -βατῶ (< -βάτης) ως β' συνθ.: αρχ. ἀερο-βατῶ, ελνστ. αἰθερο-βατῶ]

-βιος -α -ο [vios] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1α. (επιστ., για φυτά και ζώα) μπορεί να ζήσει στο φυσικό περιβάλλον ή κατά το χρονικό διάστημα που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -χαρής2, -φιλος1): ελό~, θαμνό~, λιμνό~, υδρό~, ημερό~, νυκτό~. β. με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου στον πληθυντικό, αποτελεί την περιληπτική ονομασία μιας οικογένειας έμβιων όντων: τα ελόβια, τα υδρόβια. γ. χαρακτηρίζεται από τη διάρκεια της ζωής του ή από τον τρόπο με τον οποίο ζει: αιωνό~, βραχύ~· λαθρό~. 2. (για άνθρ.) χαρακτηρίζεται από το ότι ζει, αρέσκεται να ζει ή συχνάζει στον τόπο που εκφράζει το α' συνθετικό: σπηλαιό~· καφενό~, μπαρό~, ταβερνό~.

[λόγ. < αρχ. -βιος < ουσ. βίος ως β' συνθ.: αρχ. βραχύ-βιος, ελνστ. νυκτό-βιος & διεθ. -bio < αρχ. -βιος: αλό-βιος < νλατ. halobios (1β: διεθ. -bia < πληθ. του αρχ. -βιον < βίος ως β' συνθ.: αερό-βια < νλατ. aerobia)]

-βολία [volía] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. την πτώση, την εκπομπή ή τη διάχυση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: ακτινο~, κεραυνο~, σπινθηρο~, φεγγο~, φωτο~. 2. τη ρίψη αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: δισκο~, σφαιρο~, σφυρο~, τοξο~.

[λόγ. < αρχ. -βολία (< -βόλ(ος) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. λιθο-βολία, ελνστ. ἀκτινο-βολία]

-βόλος -α -ο [vólos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: I. σκορπίζει, εκπέμπει, διαχέει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ακτινο~, κεραυνο~, σπινθηρο~, φεγγο~, φωτο~. II1. ρίχνει, πετά αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αεριο~, φλογο~. || με τον τρόπο που εκφράζει το α' συνθετικό: ταχυ~. 2. σε ουσιαστικοποιημένα επίθετα: δισκο~, σφαιρο~, σφυρο~, πολυβόλο· (βοτ.) φυλλοβόλα.

[λόγ. < αρχ. -βόλος θ. συγγ. του ρ. βάλλω ως β' συνθ., παραγωγικό ονομάτων που δηλώνουν ενέργεια: αρχ. λιθο-βόλος `στρατιώτης που ρίχνει πέτρες΄, ελνστ. σημ.: `μηχάνημα που ρίχνει πέτρες΄, ελνστ. δισκο-βόλος, κεραυνο-βόλος `που ρίχνει τον κεραυνό΄ (επίθ. του Δία)]

-βολώ 1 [voló] & -άω : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· λειτουργεί επιτατικά δηλώνοντας ότι το υποκείμενο του ρήματος χαρακτηρίζεται αποκλειστικά από τη συχνή επανάληψη της ενέργειας ή της κατάστασης που συνεπάγεται το α' συνθετικό: γεννο~, φεγγο~, φωτο~· μοσκο~ και μοσκοβολάω.

[μσν. -βολώ < αρχ. -βολῶ (δες -βολώ 2): μσν. δροσο-βολῶ]

< Προηγούμενο   1... 9 10 [11] 12 13 ...4675   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες