Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 554 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αισχρότητα η [esxrótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι αισχρός: H ~ μιας ενέργειας / της συμπεριφοράς κάποιου. || (συνήθ. πληθ.) η αισχρή πράξη: Έκανε πολλές αισχρότητες στη ζωή του.
[λόγ. < ελνστ. αἰσχρότης, αιτ. -ητα, αρχ. σημ.: `ασχήμια΄]
- αιτιότητα η [etiótita] Ο28 : 1.η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμά της: Φυσική / κοινωνική / ηθική ~. Γεγονότα που συνδέονται με σχέση αιτιότητας. 2. η αιτία.
[λόγ. αίτι(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. causalité]
- αιχμηρότητα η [exmirótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα εκείνου που είναι αιχμηρός: H ~ ενός μαχαιριού / προβλήματος.
[λόγ. αιχμηρ(ός) -ότης > -ότητα]
- αιωνιότητα η [eoniótita] Ο28 : 1.η ιδιότητα του αιώνιου, εκείνου που διαρκεί πολύ χρόνο ή για πάντα: α. που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος: H ~ του σύμπαντος / του Θεού. β. που έχει αρχή όχι όμως και τέλος: H ~ του πνεύματος / της ψυχής του ανθρώπου. 2α. μελλοντικό χρονικό διάστημα πολύ μεγάλο: Έργα τέχνης που θα ζουν στην ~. β. η μεταθανάτια ζωή και ιδίως ο Παράδεισος κατά τη χριστιανική διδασκαλία: H επίγεια ζωή δεν είναι παρά το γεφύρι που οδηγεί στην ~. γ. ο άπειρος χρόνος: Tι αξίζει η ζωή ενός ανθρώπου μπροστά στην ~;
[λόγ.: 1: ελνστ. αἰωνιότης, αιτ. -ητα· 2: σημδ. γαλλ. éternité]
- ακαταλληλότητα η [akatalilótita] Ο28 : η ιδιότητα του ακατάλληλου. ANT καταλληλότητα: H αποτυχία της οικονομικής μεταρρύθμισης οφείλεται στην ~ των προσώπων και των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν.
[λόγ. < ελνστ. ἀκαταλληλότης, αιτ. -ητα (μαρτυρείται στη σημ.: `γραμματική αναντιστοιχία΄)]
- ακεραιότητα η [akereótita] Ο28 : η ιδιότητα ή η κατάσταση του ακέραιου. I. η πληρότητα που χαρακτηρίζει ένα όλο, μια ενότητα: H σωματική ~, η αρτιμέλεια και γενικότερα, απουσία οποιασδήποτε σωματικής βλάβης. II. (μτφ.) απόλυτη εντιμότητα: Είναι ένας άνθρωπος γνωστός για την ακεραιότητά του. Δεν αμφισβητώ την ~ του χαρακτήρα του.
[λόγ. < ελνστ. ἀκεραιότης, αιτ. -ητα]
- ακμαιότητα η [akmeótita] Ο28 : η ιδιότητα του ακμαίου, αυτού που βρίσκεται σε πλήρη ακμή.
[λόγ. < ελνστ. ἀκμαιότης, αιτ. -ητα]
- ακροαματικότητα η [akroamatikótita] Ο28 : ο αριθμός ή το ποσοστό των ακροατών (και θεατών) μιας ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής εκπομπής: H εκπομπή είναι πρώτη στον πίνακα ακροαματικότητας.
[λόγ. ακροαματικ(ός)γ -ότης > -ότητα]
- ακρότητα η [akrótita] Ο28 : α.πράξη, ενέργεια ή λόγος που ξεπερνά κάθε επιτρεπτό ή ανεκτό όριο: Δογματικές / ηθικές / πουριτανικές / γλωσσικές / ιδεολογικές ακρότητες. Οι ακρότητες της πρώτης επαναστατικής περιόδου ήταν αναπόφευκτες. Kατά τη διαδήλωση σημειώθηκαν επεισόδια και ακρότητες. Kαι ο πιο νηφάλιος στοχαστής μπορεί να φτάσει κάποτε σε ακρότητες. β. η ιδιότητα εκείνου που φτάνει στα άκρα, του ακραίου: H ~ του μηδενισμού.
[λόγ.: α: αρχ. ἀκρότης, αιτ. -ητα `το ανώτατο σημείο΄· β: ελνστ. σημ.]
- ακυρότητα η [akirótita] Ο28 : η κατάσταση του άκυρου· (πρβ. ακύρωση): H ~ του γάμου αίρεται, αν η συμβίωση παρατάθηκε ως τη νόμιμη ηλικία.
[λόγ. < ελνστ. ἀκυρότης, αιτ. -ητα]



