Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ότητα
554 εγγραφές [151 - 160]
διαλλακτικότητα η [δialaktikótita] Ο28 : η ιδιότητα του διαλλακτικού, η διάθεση για συμβιβασμό και συνεννόηση. ANT αδιαλλαξία: Εάν οι αντίπαλες δυνάμεις επιδείξουν ~, θα αποφύγουν την ένοπλη σύγκρουση. Δείξε λίγη ~ και μην οδηγείς την κατάσταση στα άκρα.

[λόγ. διαλλακτικ(ός) -ότης > -ότητα]

διαλυτικότητα η [δialitikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα εκείνου που διαλύει.

[λόγ. διαλυτικ(ός) -ότης > -ότητα]

διαλυτότητα η [δialitótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα ενός σώματος να διαλύεται μέσα σε διαλύτη: ~ των στερεών / υγρών / αερίων. H ~ των αερίων σε υγρά ελαττώνεται, όταν αυξάνεται η θερμοκρασία, ενώ αυξάνεται, όταν μεγαλώνει η πίεση.

[λόγ. διαλυτ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. solubilité]

διανοητικότητα η [δianoitikótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι διανοητικός και κυρίως η νοητική ικανότητα.

[λόγ. διανοητικ(ός) -ότης > -ότητα]

διαπερατότητα η [δiaperatótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα εκείνου που είναι διαπερατός: Mικρή / μεγάλη ~. || (φυσ.): Hλεκτρική / μαγνητική ~.

[λόγ. διαπερατ(ός) -ότης > -ότητα]

διασημότητα η [δiasimótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του διάσημου ανθρώπου: Επιδιώκει τη ~. 2. ο διάσημος άνθρωπος: Θεωρεί τον εαυτό του ~. Στην τελετή για την έναρξη του φεστιβάλ κινηματογράφου συμμετείχαν ηθοποιοί, σκηνοθέτες κι άλλες διασημότητες.

[λόγ. διάσημ(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. célebrité]

διασταλτικότητα η [δiastaltikótita] Ο28 : η ιδιότητα του διασταλτικού.

[λόγ. διασταλτικ(ός) -ότης > -ότητα]

διαχρονικότητα η [δiaxronikótita] Ο28 : η ιδιότητα του διαχρονικού: 1. αυτού που έχει σχέση με την εξέλιξη των φαινομένων μέσα στο χρόνο. ANT συγχρονικότητα. 2. αυτού που αντέχει στο χρόνο: H ~ των ανθρωπιστικών μηνυμάτων.

[λόγ. διαχρονικ(ός) -ότης > -ότητα]

διαχυτικότητα η [δiaxitikótita] Ο28 : α. η ιδιότητα του διαχυτικού: H διαχυτικότητά του τον κάνει πολύ αγαπητό. Mας δέχτηκε με μεγάλη ~. β. εκδηλώσεις διαχυτικότητας: Άρχισε τις διαχυτικότητες σαν να είμαστε παλιοί φίλοι.

[λόγ. διαχυτικ(ός) -ότης > ότητα]

διεγερσιμότητα η [δiejersimótita] Ο28 : η ικανότητα των ζωντανών κυττάρων να διεγείρονται, να δέχονται ερεθίσματα και να αντιδρούν σε αυτά.

[λόγ. *διεγέρσιμ(ος < διέγερσ(ις) -ιμος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. excitabilité]

< Προηγούμενο   1... 14 15 [16] 17 18 ...56   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες