Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 5.552 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγριοκοιτάζω [aγriokitázo] -ομαι Ρ (βλ. κοιτάζω) & αγριοκοιτώ [aγriokitó] & -άω, -ιέμαι Ρ (βλ. κοιτώ) : κοιτάζω κπ. άγρια, βλοσυρά, απειλητικά: Tον αγριοκοίταξα κι αυτός σώπασε αμέσως. Aγριοκοιτάχτηκαν έτοιμοι να αρπαχτούν στα χέρια.
[αγριο- + κοιτάζω, κοιτώ]
- αγριομιλώ [aγriomiló] & -άω Ρ10.11α : μιλώ με άγριο, βάναυσο τρό πο.
[μσν. αγριομιλώ < αγριο- + μιλώ]
- αγριοπαίρνω [aγriopérno] Ρ (βλ. παίρνω) : συμπεριφέρομαι σε κπ. με τρόπο απότομο ή βάναυσο: Aγριοπήρε τον υπάλληλό του νομίζοντας ότι έτσι θα τον φοβίσει.
[αγριο- + παίρνω]
- αγριοφέρνω [aγrioférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. αγριόφερνα : φαίνομαι άγριος, σκληρός δηλαδή και συνήθ. επιθετικός, ή συμπεριφέρομαι με αντίστοιχο τρόπο.
[αγριο- + -φέρνω 1]
- αγριώνω [aγrióno] -ομαι Ρ1 : (παρωχ.) αγριεύω.
[μσν. αγριώνω < αρχ. ἀγρι(ῶ) -ώνω]
- αγρυπνώ [aγripnó] Ρ10.1α : 1.δεν κοιμάμαι κατά τη νύχτα συνήθ. προσέχοντας κτ.· (πρβ. ξαγρυπνώ): Aγρυπνά στο προσκέφαλο του άρρωστου παιδιού της. 2. (μτφ.) βρίσκομαι σε εγρήγορση ή επαγρύπνηση: Οι ένοπλες δυνάμεις αγρυπνούν στο καθήκον. H δικαιοσύνη αγρυπνά για την τήρηση των νόμων και την προστασία των θεσμών.
[1: αρχ. ἀγρυπνῶ· 2: ελνστ. σημ.]
- αγχώνω [aŋxóno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ άγχος: Mη με αγχώνεις με ανύπαρκτα διλήμματα. Aγχώνεται κάποιος εύκολα. Είναι αγχωμένος με τις εξετάσεις.
[λόγ. άγχ(ος) -ώνω]
- άγω [áγo] -ομαι Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) οδηγώ κπ. (έκφρ.) ~ και φέρω* κπ. άγεται και φέρεται*.
[λόγ. < αρχ. ἄγω]
- αγωνιώ [aγonió] Ρ10.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : έχω, αισθάνομαι αγωνία, ιδίως από φόβο ή από ανησυχία για κτ.: Aγωνιά για τον άντρα της που είναι στρατιώτης στο μέτωπο. Οι γονείς αγωνιούσαν για την τύχη των παιδιών τους. || ανυπομονώ: ~ να μάθω τα νέα.
[λόγ. < αρχ. ἀγωνιῶ]
- αγωνοθετώ [aγonoθetó] -ούμαι Ρ10.9 : θεσπίζω αθλητικούς αγώνες.
[λόγ. < αρχ. ἀγωνοθετῶ]



